Call it Quits

19.11.10

Θυμάμαι πιο καλά απ' όλους, σ' αυτή τη μικρή ιστορία.
Και με φθείρει, μέρα τη μέρα.
Με πληγώνει.
Η απόσταση από τους άλλους ανθρώπους.
Μαζί μ' αυτούς και από σένα.
Γιατί έφερα τον εαυτό μου στα δύσκολα, χωρίς να σκεφτώ μετά.
Μετά τι?
Τι ακολουθεί το τέλος?
Ενός τρελού χορού της βροχής.
Μονάχα η άγλυκη γεύση της ελπίδας.
Πως οι ουρανοί θ' ανοίξουν.
Και πάλι, Μάρτης θα φυτρώσει.
Όπως κι αν γίναμε, δεν έχει σημασία.
Τα πράγματα μεταξύ μας, σε πόσους ρυθμούς.
Ήθελαν να κουνιόμαστε. 
Οι φιγούρες μας και οι παρτενέρ.
Ατέρμονη μοιάζει η υπομονή για την κρυφή επιθυμία.
Μας μεθάει ο ρεμβασμός, ξυπνώντας θυμόμαστε.
Την καρδιά που θα ψάχνουμε στο περιθώριο.
"Είπες θα με βοηθάς πάντα"
Παρέα με άλλες deja vu ατάκες.
Αλίμονο, είναι όλα στο μυαλό.
Ίσως να 'ναι απλά λάθος μου.
Που τα σχεδίασα έτσι.
Μα δεν μπορώ να 'μαι κομμάτι ονείρου κανενός.
Μη μου κλαις.
Τα δάκρυα δεν πέφτουν στο χώμα.
Επάνω μου, σπάνε, κάνοντας με μίζερα δυνατό.
Λύκο.
Μη μου στενοχωριέσαι.
Μα δεν γίνεται να συμπληρώσω το κομμάτι σου.
Αν δεν το θες εσύ.
Αν δεν είμαι εγώ ολόκληρος.
Μια σκιά μ' ένα χέρι που γράφει.
Ακόμα.
Πως μπορώ να πω ότι θα επιστρέψω.
Δίχως να ψυχαναγκαστώ.
Ωστόσο, πες ότι θα σαι εντάξει.
Κι ας μην γυρίσω.
Αφού τώρα είναι η ώρα που
Φεύγω.


19/11/X.

Σήμερα το ταξίδι του ιστολογίου αυτού φτάνει στο τέλος του. Σ' ένα τέλος εποχής. Ναι, όσο άσχημο κι αν φαίνεται, η σεζόν κόβεται. Και δεν υπάρχει άλλη δικαολογία για τούτο, παρά εγώ ο ίδιος. Δε θέλω να συνεχίσω, τουλάχιστον έτσι όπως είναι τα πράγματα. Δε λέω ότι δε θα μπορούσα απλά να ανεβάζω παλιότερα κείμενά μου, μα δε θα αντιπροσώπευαν. Εμένα-τα αισθήματα που φτιάχνουν μια τόσο όμορφη θηλιά. Και το ότι τα διαβάζεις εσύ μου δίνει ακόμη αφορμές. Να φοβάμαι τον εαυτό μου. Μαζί με όλα κείνα που θα έρθουν. Θα συνεχίσω παρόλα αυτά, στα μικρά χαρτιά μου. Όταν γυρίσει ο καιρός, θα φανώ πάλι. Μετά τον εφιάλτη των Χριστουγέννων. Χωρίς να πω ποιάς χρονιάς.
Ας ρίξουμε την κουβέντα στην παρέα. Στους άλλους, που μας γλιτώνουν από το καταστρόφικο εγώ. Για όσους δεν το ξέρουν, υπάρχει ένα παιχνίδι με σφηνάκια, στο οποίο λες πως δεν έχεις κάνει κάτι ποτέ. Αλήθεια ή ψέματα, δεν έχει σημασία. Κι αν υπάρχει κάποιος στην παρέα που το 'χει κάνει, πίνει-πιάνοντας θέματα που δεν πάει εύκολα η γλώσσα. Παίζεται, με τον καθένα να προτείνει στη σειρά. Πριν τον τελευταίο γύρο λοιπόν, λέω πως
Δεν έχω φτάσει ποτέ στο μηδεν και ξαναρχίσει.
Έπειτα πίνω.
Χικ.
Είναι κι άλλα που θέλω να πω. Δεν προλαβαίνω σ' ένα τόσο δα κειμενάκι. Σας δίνω ένα τελευταίο κομμάτι. Θα συνεχίσω βέβαια να γράφω στις άλλες σελίδες( ifeed, ZineProject) μα εδώ, θα σκεφτώ σοβαρά να αναρτήσω κάτι.Κάτι που πάει να πει πως οι δρόμοι μας χωρίζουν, τώρα που οι λέξεις περνούν απ' τα μάτια σου.
Μέχρι να τα ξαναπούμε.

Breakthrough

12.11.10

Σκαστό απ' τη δουλειά, μαύρο μπουφάν και γεια σου.
Πιο έξω τα σύννεφα κουτουλάνε, να σου, με πιάνει η βροχή απ' το γιακά.
Γλιστράει πιο μέσα, μουσκεύει η διάθεση.
Deeper.
Πνευμονία γρυλίζει, στάλες που με ξεπλένουν.
Απ' τα προβλήματα που με τριγυρίζουν.
Την ιδέα της κάτω βόλτας αλλάζει η μπόρα.
Με μια ιδέα λύτρωσης.
Μια ιδέα είναι.
Είτε περπατάς γοργά, είτε όχι, πάλι μούσκεμα θα γίνεις.
Νεκρώνω τ' αυτιά μου με μουσική.
Μιας και μου λείπει μια μελωδία. 
Μια φωνή.
Σπίτι πάλι.
Βλέπω από μια σπιθαμή πετσέτας, τα ρούχα που αφήνω να στεγνώσουν.
Δαγκωνιά νηστικού στο μαξιλάρι, φετιχισμός της αϋπνίας.
Οι μάγκες με φωνάζουν Insomnia. 
Ο πόνος σταματάει το μεσημέρι, πηγαίνει για φαΐ.
Έπειτα γυρνά σαν τίποτα να μην άλλαξε.
Αμείλικτος στις υποχρεώσεις του.
Και είχα αρχίσει να το συνηθίζω.
Χωρίς αέρα.
Μη μου λες αηδίες, ξέρεις και συ πως πονάει.
Η επιστροφή στην πραγματικότητα, τόσες ονειροπολήσεις στα τέρματα του κόσμου.
Εκείνου που μένει κρυφός, οχυρωμένος μεταξύ μοναξιών. 
Πέφτεις με τα μούτρα ξαφνικά σε κάτι που δεν μπορεί να είναι παρά τσιμέντο.
Μιάμ, ρεαλισμός.
Κάνε όρεξη, οι άνθρωποι που χάνονται στα ραντεβού δε γίνονται αστέρια. 
Τ' αστέρια σου λένε ψέματα, εγώ απλά καμπυλώνω την αλήθεια.
Σχόλια και φιλικά μαχαίρια.
Μα ότι και να μου πεις δε βοηθά.
Συμπάθεια που με τρυπά.
Κρυφά κι οδυνηρά, σαν τελευταίο αδράχτι.
Χαμένος καπελάς που ξεφεύγει που και που.
Δεν είσαι εσύ το πρόβλημα, τόσο εγωιστικά.
Σαν το τηλέφωνο που δε χτυπά.
Χτυπά στο κεφάλι μου, νομίζω.
Από 'κει στους τοίχους, στα πατώματα βγάζω τα νεύρα μου.
Θα μου περάσει.
Θα στεγνώσει η διάθεση και πάμε ξανά.
Μα δε μπορείς ν' αμφισβητήσεις πως θα μου λείπει μια σκιά, ν' ακούω το περπάτημά της στον ύπνο μου, επάνω στο παρκέ.
Να μη χορταίνω να τη βλέπω.

Hiatus

6.11.10

Ο Τομ Ρόμπινς είπε πως η καμμένη ομελέτα του θετικιστή έχει το καλό πως είναι δίχρωμη. Θυμήσου, ποτέ βαρετή. Απίστευτο φαίνεται να το εκλαμβάνω μόνιμα μ' αυτό τον τρόπο. Σημαδεμένο κούτελο. Ως εκεί μ' έφτασε. Η κατάσταση, η άσχημη πλευρά της. Ας πούμε η καμμένη μεριά. Τι είχαμε, τι χάσαμε. Ξανά, βρίσκεται η αφορμή για το ένστικτο, οι λέξεις πλημμυρίζουν χαρτιά και μυαλά, δίχως σκοπό. Είναι τέχνη ή προσωπική ζωή μεταφρασμένη στ' ακαταλαβίστικα.Το γράψιμο αυτό. Αλαφρώνει την ψυχή, αλήθεια σου λέω. Ανοίγει η βαλβίδα, τα πάντα κυλούνε. Το εσωτερικό βλέπει τη χώρα των θαυμάτων, που δεν ανταπεξέρχεται στις μύχιες προσδοκίες. Απορώ, σε πόσους κόσμους πήγα κι έκλεισα την πάρτη μου. Συμπερασματικά, που πάνε οι σκέψεις που κάνεις, αφού δεν εκκολάπτονται. Για σένα μόνο τραγουδάνε τα βράδια, δε σ' αφήνουν ησυχία να βρεις. Γιατί ξεφεύγουν απ' το διάγραμμα της ζωής. Από αυτά που περιμένεις να έρθουν. Εκείνα που σου ζητάν να ολοκληρώσεις οι δικοί σου άνθρωποι. Επιθυμείς κι εσύ. Τόσες προσδοκίες. Προχωράνε οι σκέψεις σκυφτές, παράλληλα στα χρόνια. Με στόμφο διέπουν τη φιγούρα σου, μονάχα όταν πίνεις. Χαμογελάνε όπως θα έπρεπε να κάνουμε κι εμείς. Ευτυχισμένοι μ' αυτά που έχουμε. Μ' αυτά που έχουμε να δώσουμε. Αν δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Δεν πρέπει Κώστα, να πέσεις στα βαθιά, λέει η φωνούλα. Δεν πρέπει να τα σκατώσεις πάλι. Δεν πρέπει να τα παρατήσεις. Αποδέξου -αν και δε σ΄ αρέσει ο ντετερμινισμός- ότι είναι μέρες που "πρέπει". Στα κομμάτια, λέω. Το γράψιμο. Ίσως θα ήταν σωστό να εκφράζομαι, με λιγότερη ειρωνεία. Μα δεν ήθελα ποτέ να το βάλω κάτω. Όσο τώρα. Κανένας προπονητής δε θα ζητήσει time out, εκδότης που θα δώσει παράταση. Φοβάμαι τα deadlines μα χωρίς πάντα να καταλαβαίνω το λόγο, εδώ είμαι εγώ που πιέζω το άλλο μου μισό. Μήπως κι εξαφανιστώ. Εμφανιστώ αλλιώς, όπως δε με περίμενες. Δημιουργικά ανυπέρβλητος, βελτιώνω την κραυγή μου. Από ένα απλό πρωτογονισμό, σε κάτι επικοινωνιακό. Παραπάνω απ' αυτό, να σου παίρνει το κεφάλι. Ένα άλλο βλέμμα να στοιχειώνει τα μάτια σου. Στη θύμηση των άγλυκων λέξεων, που λίγο σ' αλλάζουν. Μα θέλω μόνο λίγο χρόνο, ν' ακουμπήσω τον τοίχο. Δεν τον έχω και αντίο, kit-kat.
Θα φωνάξω ή θα πεθάνω.
Σήματα καπνού, μακριά.
Γύρνα σπίτι.

Plastic

30.10.10

Σε μαγαζί υπόγειο ξέχασα πως ζω στην Αθήνα. Κι ο κόσμος χτυπιότανε, σαν να μην έπαιζε αύριο. Με βρώμικο οινόπνευμα να χαϊδεύει τα παγάκια που μου φτιάχνουν τόσο τη διάθεση. Ούτε που ακουγόντουσαν, η μουσική πιτσίλιζε τα χρώματα της ίριδας.  Ξηροί καρποί από πέρσι. Ανάμεσα στους νεκροζώντανους που έβγαζαν σπασμένα-παρέα-είδα μια κούκλα. Σκαστή της βιτρίνας, ξεχνώντας τις ματιές βιαστή στις αδρές καμπύλες. Κρύφτηκε στο δυάρι της και μεταμορφώθηκε, από χρυσαλλίδα σε σκύλα. Πλαστική ήταν η ομορφιά. Ανέγγιχτη. Γιατί οι ανάσες όσων την ήθελαν γι απόψε, δεν την έφταναν, δεν την ένοιαζαν. Κανένα δεν κοιτούσε αληθινά, ένα μικρό φόρεμα και γόβες. Σπασμωδικά κουνήματα. Σαν να μην έπαιζε αύριο. Μια τελευταία τζούρα ζωής, στον πανικό του όχλου. Ανάποδη- διότι η μεριά δίσκου του πικάπ ίσως να μην παίζει εντός ολίγων ημερών. Σκέφτομαι τόσο πολύ για να διασκεδάζω έξω. Και γυρνώ, παραπατώ. Κάτι μου λεν οι δρόμοι. Πόρτα που κλείνει με δύναμη. Κι η μπλούζα που μυρίζει παρακμή, αγκαλιάζει την καρέκλα. Απρόσωπα, εγώ το πάπλωμα.
Μετά, μου έρχεσαι, άξαφνα. Στο μυαλό, καίγοντας ότι έμεινε με ισχύ βόμβας ναπάλμ. Πώς στα κομμάτια να σε ξεχάσω. Στα εισαγωγικά μιας ζωής που με στέλνει. Έτσι απλά και τόσο μακριά. Όμοια μ' αντιπαράδειγμα αμερικανικής ταινίας. Μα τα πράγματα δεν είναι μονόχνοτα, έτσι που τα δείχνουν οι παρέες. Φαύλοι θεματικοί κύκλοι, αγάπησες να λες "βαριέμαι". Στις παρέες, μίλησα με ειλικρίνεια. Έτσι και με ξέχασαν, δεν τσουγκρίζουν για μένα. Παράξενος, ξέμεινα. Άστα. Εσύ όμως είσαι πράγμα διαφορετικό Ξεχωρίζεις μεσ' τα σπίρτα μου, σε βρίσκω πάντα στο κομοδίνο Σαν μια άλλη πλευρά στην πραγματικότητα. Ψυχρή, στάλα διαφορά από τη θερμοκρασία σώματος. Ασυναίσθητα, βγήκα στο μπαλκόνι. Θα  περιμένω εδώ, στη σκοτεινή μεριά. Παρακολουθώντας τις κούκλες να γυρνάνε σπίτι, πάλι στη βιοπάλη. Ως το επόμενο Σάββατο, θα ψάξουν φωτιά στα σωθικά τους. Μια μαριονέτα η αφεντιά μου, μπλεγμένη μ' ανύπαρκτες κλωστές. Σκέψου πώς είναι. Κλεισμένος στο πλαίσιό τους, παράλληλα στον προσωπικό κόσμο. Εναντίον ηλιθίων και φαντασμάτων, με στηρίζει ίσα η θύμησή σου. Και δεν ξέρω γιατί έβαλα τελικά τόσους περιορισμούς. Μιας και οι ηλίθιοι δεν τακιμιάζουν ποτέ τους με φαντάσματα. Νόρμες στο πετσί του Νόρμαν Όζμπορν, η σιγή σπάει κάθε τόσο με λέξεις. 
Πονάνε, κάψιμο στ' ακροδάχτυλα.
Ακόμα μια τραχιά ανάσα. 
Κάθε φορά, μπορεί η τελευταία.

re-Run

22.10.10

"Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα." Εμένα μου λες. Λέγε μου κιάλες τέτοιες σοφίες, ίσως ξυπνήσω το πρωί αγόγγυστα. Χωρίς να θέλω να σκοτώσω την ώρα μου με κάτι. Μα επειδή το όπλο δεν έχει σφαίρες, μέρες τώρα, θα δοκιμάσω να χτυπήσω την ανία μου, χωρίς να κουτουλήσω άλλους καθρέφτες. Ναι, ας βρούμε κάτι να ξεχαστούμε. Ας βάλουμε το είναι μας σ' αυτή τη φράση. 
"Και τότε αυτός την είδε."
Ας δώσουμε νόημα σε έξι άδειες λέξεις γραμματοσειράς. Γιατί αυτή η σκέψη μου έκατσε, δεν πάει παραπέρα η βαλίτσα. Κάνω μια ένεση καφεΐνης σ' αυτό το πλασματικό σκηνικό. Νευρικά, μπορεί. Πόσα σκηνικά σου έρχονται στο νου; Έχουμε και λέμε. Την έκανε χάζι. Τον είχε χωρίσει επεισοδιακά, το προηγούμενο βράδυ. Ή μήπως τη μισούσε, που δεν τον καταλάβαινε, τόσα χρόνια σχέσης; Είναι δυνατό να 'βλεπε κισμέτ στα μάτια της- ενώ εκείνη ούτε στάλα ήταν, του ονείρου η κοπελιά. Γιατί οι ρομαντικοί μαλάκες πεθαίνουν στο πεζοδρόμιο. Κουρασμένα ρεφρέν και φωτογραφίες. Άραγε ήταν φτιαγμένη για μπουζούκια ή αγουροξυπνημένη κι άβαφη, ίσα που πετάχτηκε να πάρει τσιγάρα ως το περίπτερο; Βραχνή φωνή, ένα πακέτο lights. Στυλ και timing, στους κωμικούς και τη ζωή μας, έτσι θα την παλέψουμε. Και κείνος ίδρωσε κάτω από ένα λινό πουκάμισο. Ίσως και να γύρναγε απ' τη δουλειά, μισοπεθαμένος. Πρόχειρος με χαμογελαστές σόλες παπουτσιών.  Απλά φαντάσου. Αφού αγνοούμε τη μισή μας ζήση, πιστεύοντας πως είμαστε το επίκεντρο του γαλαξία. Εγωκεντρικοί, δε σηκώνω τηλέφωνα, χτυπάνε ακριβώς όταν δεν πρέπει και τ΄ αντίστροφο. Σαββατόβραδο μοναξιάς, τηλεόραση ανοιχτή. Έπειτα, πώς συνέβη: την άφησε να περάσει σαν carpe diem βλαστήμια που μετανιώνεις σπίτι. Ειδάλλως της μίλησε, αλλάζοντας επίτηδες τη φωνή του, σα να 'χε φάει μέλι. Μελό δεν ήταν τα γούστα του, της έδειξε ειλικρίνεια. Μα δε βρέθηκε άνθρωπος να μ' ακούσει, ήχοι γραναζιών με καταπίνουν. Μένουμε μόνοι κι έτσι τελειώνει. Χωρίς sequel. Θα χάραζες την τελεία πάνω μου; Γιατί όπως είπε κι ο B.D. Foxmoor, το τέλος είναι η μαγεία. Με ένα χαστούκι ή ένα ατέρμονο φιλί έληξαν όλα. Ξεκινώντας απ' την αρχή.
Στα δέκα λεπτά αυτά χάθηκα.
Ήταν τόσα που ήθελα να πω.
Τελειωμό δεν έχουνε, οι δρόμοι της ζωής. 

Sickof

15.10.10

Επανάληψη χρειάζεται, σε κάθε τι που σου γράφω. Γίνομαι ακατανόητος δίχως να θέλω, με σκέψεις ωμές. Συγκεχυμένες. Και όσο περνά ο καιρός είναι δυσκολότερο να τις κάνω ζάφτι. Σαν να μην ήταν η τυχερή μέρα, τελικά. Μοιάζω με γέρο που ψελλίζει ακατάληπτα. Συγχωρέστε με. Στο δρόμο της δημιουργικότητας δεν μπορώ να κοιτάζω μόνιμα το κοινό, ως άλλος Ray Charles. Δειλινά που με εκφράζουν κυνηγώ, προσηλωμένος κι απρόσιτος. Έτσι πορεύομαι, έτσι υπάρχω. Άσχετα με το αν καταφέρνω να σκαρώσω κάποιο τρικ, ώστε να διώξω τη στενοχώρια. Δεν ξέρω αν όλα αυτά στηρίζονται κάπου. Τυφλός άνευ αυλαίας- όσοι θλίβω χειροκροτούν. Σ' αυτό το μικρό θέατρο του παραλόγου. Ανέκαθεν δε μου άρεσαν οι κάθετες σχέσεις. Ας γίνουμε ξεκάθαροι. Θέτοντας σα βάση το ότι οι καταστάσεις που ζούμε διαφέρουν απ' τη σκοπιά του καθενός. Θέμα γούστου, λοιπόν. Γεύσεις, όπως είπα. Τόσο σχιζοειδικά διακλαδίζονται τα μυαλά των ανθρώπων γύρω. Πρόσωπα στο μετρό που δε θα ξαναδώ. Το μόνο που προσπαθώ, μη χάσω την αντανάκλασή μου, χαμένος στο συφερτό. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί γίνομαι κολλιτσίδα στις ιδέες μου. Ενθουσιάζομαι, ας βρίσκονται σε νεογυλό στάδιο. Αφού ποζάρουν όμορφες για μένα- αυτό αρκεί για τον ενστικτώδη εγωισμό. Primitive. Λέξη που σου φέρνει στο νου εικόνες ιθαγενών που χορεύουν στις φλόγες. Και καίγονται, κανένας θεός δε βοηθάει. Τον ιδιοκτήτη της απεραντοσύνης, που μόνο εκείνος βλέπει. Ο Μπλέικ τα λιβάδια, ο Πόε τα φαντάσματα. Με το ίδιο αίσθημα, κρατιέμαι ενώ πέφτω. Δύστροπο να μοιραστείς κάτι που 'ναι προσωπικό.
Δε θα 'ταν παρ' όλα αυτά άδικος κόπος, να δοκιμάσεις ν' ακολουθήσεις με το δικό σου τρόπο, τα ψίχουλα του παραλογισμού μου. Έναυσμα σου δίνω, από φαιδρές γραμμές. Ζωγράφισε, με το δικό σου κατακλυσμό. Όταν κλειδώνεσαι στο μπάνιο. Όσο κι αν χτυπήσω, η πόρτα δεν ανοίγει. Κέλυφος σκληρό-πόσο τους σιχαίνεσαι καμιά φορά. Να σε προσεγγίσω παραφυσικά; Μα έχω μόνο ένα χέρι που γράφει ετούτο το σημείωμα που μπαίνει απ' τη σχισμή. Είμαστε τόσο μακριά, ρολόγια που κοιτιούνται στην κούφια πόλη. Ενδιάμεσα βήματα, κτίρια κι αριθμοί. Μακάρι να μπορούσα να σου δείξω τι αντικρίζω με κλειστά μάτια. Ανούσιο. Θα μου πεις, τ' αστέρια δε σημαίνουν το ίδιο για τον καθένα. Κι εφόσον δε μπορώ να φιξάρω τη διάθεσή σου, τότε μάλλον ερασιτεχνικά. Θα σε πάω αλλού. Γιατί εδώ δε θα τη βγάλουμε. Όχι μ' αυτές τις σακούλες στα μάτια. 
Ξαπλώνω κοιτώντας το ταβάνι.
Ταχυπαλμίες, άσχημο hangover.
Αχ, πόσο θα 'θελα ένα καφέ. 

Yellow Sorrow

8.10.10

Το σκηνικό κουνιέται κάθε τόσο, παρακαλώ προσδεθείτε και μην καπνίζετε. Αφού ο πιλότος πια δεν την παλεύει. Τις στιγμές που πλέεις νήνεμος, τινάζεσαι βίαια. Σαν αμάξι που σβήνει και ξαναβάζεις μπρος. Κοίτα που τυχαίνει πάντα στα φανάρια- άθελα να σταματάς. Γκαντεμιά, να το μπλέξιμο. Βρισιές και κόρνες, κέρασμα. Απ' τις μπογιές la vie ένα πέρασμα. Για όσα λέω σκοτίζεσαι. Μα μη μου ρίχνεις βλέμμα αφεντικού, οι σιωπές με τρελαίνουν. Πάνω απ' όλα, τίποτα σχετικά με το αν ωρίμασα μη ρωτάς, στα χρόνια που μαζοχιστικά μετράμε. Δε θ' απαντήσω παρά με ουλές, που φανερώνουν θέληση. Κάτω απ' το μαξιλάρι κράτησα ζωντανό, όνειρο ενός ανθρώπου. Μονάχα μ' αυτά τα δύο γυρνάει η Γη στην αντίστροφη φορά. Αν χαλάσεις το μηχανισμό. Μάλλον έτσι θα γυρίσω, θα βρω τα κομμάτια μου, σε βάθος χρόνου. Σκόρπια παντού. Παζλ νιώθω, μωρό μου.
Ωστόσο, συναντώ ερωτηματικά που και που. Αλίμονο αν έπρεπε να χάσω τόσα πιόνια, ίσα για να ρίξω μια ματιά στην απέναντι μεριά της σκακιέρας. Αν ήταν αλλιώς, ίσως...
Type 0 negative
Δε θα μπορούσα να τη βγάζω σε μια υπόθεση. Θα έμοιαζα να φτύνω όσα κυνήγησα. Μικρόψυχος, μου χάλασαν τα κάστρα μου. Μια υπόθεση είναι τόσο αδρή- ξεχνιέμαι στις λεπτομέρειες. Αφήνω το βλέμμα κάπου, λύπη στα ζυγωματικά. Ζήσε, η τούρτα έχει πολλά κομμάτια- σιχαμένες όσο και γουστόζικες γεύσεις. Κι άμα τα σκυλιά σας με πιάσουν ένα πρωί θα νιώσω λιγάκι περήφανος. Που ήμουν αυτός που έγινα, ποιον πάω να κοροϊδέψω. Μπαλαντέρ. Ζήσε, που να πάρει. Η Τηλεόραση δε θα σε φιλοξενεί όταν κοπεί το ρεύμα. Κολυμπάω σε απομεινάρια παγωτού, ζυγώνει απόψυξη. Πολλή ζάχαρη δε βαστά- κουτσή πασαρέλα των μικροαστών. Σα να 'ταν τριγλυκερίδια. Όπως και να 'χει δε θα εφαρμόσω τέλεια στο βύσμα που με ήθελαν. 
Μη σκας.
Συνέχισε να ζεις.
Καλύτερα πράγματα θα έρθουν όσο το κάνεις. 

D. Dance

1.10.10

Τα σπουργίτια δεν παντρεύονται. Βρίσκουν συντρόφους σε χορούς φθινοπώρου και αγαπιούνται χωρίς πληγές. Αλητάκια που μένουν σε φωλιές χελιδονιών για να μη φύγουν όταν το κρύο γίνει πλέον ανυπόφορο. Μένουν αγκαλιασμένα, μα δεν πνίγουν το ένα τ' άλλο. Μ' ένα τρόπο δύσκολο για το σύνολο, που απλά κοιτά να πιαστεί από σένα. Μα πώς να εξηγήσεις ότι τα φιλιά στη βροχή κρύβουν πιότερο ρομαντισμό από κάθε διαφήμιση σοκολάτας; Κάποια πράγματα δεν είναι ευκόλως εννοούμενα, μιας και υπάρχουν τόσες διαφορετικές προοπτικές στις λέξεις που ξεπηδούν από την πρωινή εφημερίδα. Κρατάς ότι χρειάζεσαι και πετάς τη φυλλάδα. Κι όμως τα σπουργίτια δε νοιάζονται για την εφημερίδα σου, τη συναισθηματική ασφάλεια ή τον καιρό. Ταξιδιάρικό τους βλέμμα, περνά μέσα απ' τα αγχωτικά παράθυρα, στα σύννεφα μακριά. Μ' ένα τρόπο που θα 'θελα να βλέπω.
Χμ. Εδώ μπαίνει ο ρόλος της δεσποσύνης που κοιτούσα στο διάλειμμά μου. Το μόνο που έλειπε, ένα σμάρι κόσμος να την τρελαίνει. Κάνε όπως λένε, μπορεί να πάψεις να κάνεις το δικό σου, μα όλα θα πάνε βολικά. Όχι φίλε. Δεν ήταν απαραίτητο ένα δεύτερο Fight Club για να μάθω πως ό,τι κρατάς σε κρατάει.  Γι αυτό μη νιώθεις μόνη: τόσο διαφορετική. Ξέρω και ξέρεις πως δε θα υπάρξει γραβάτα να με πνίξει, συνοικέσιο που να σε ψήσει. Όχι. Θα παραμείνουμε στις βλέψεις μας γιατί αυτές είναι που μας δίνουν τη δύναμη να σηκωθούμε. Θα έχω την κοπέλα αγκαλιά, όταν θα 'ρθουν να με πιάσουν ζωντανό. Γιατί τελικά ολόκληρος είμαι πιο επικίνδυνος στη συνείδηση της περσόνας που λειτουργεί με λογισμικό. Βρήκα ξανά το κομμάτι που μου έλειπε. Ψυχραιμία. Οι καταστάσεις που πάνε να με φυλακίσουν, κάθε φορά. Άστες να έρθουν. Θα ξεφύγω.
Πετώντας σα σπουργίτι.
Τις δύσκολες ώρες αν μια λέξη χάραζα πάνω μου.
Θα έγραφε καθαρά:"Ανεξαρτησία".

Sad Radio

25.9.10

Η κοπέλα είχε βολευτεί στο καθιστικό. Δανεισμένο και Μπλε, ποτάμι δακρύων έκρυβε μέσα της. Σνιφ, και δεν καθάρισες κρεμμύδια. Την ώρα που προσπαθείς να βάλεις τη ζωή σου σε μια θέση, απελπισία γιατί σε πιάνει. Ποιος ο λόγος, λεν’ όλοι τριγύρω, τόση απαισιοδοξία. Με ένα πρόσωπο, αντανάκλαση αστεριών σε λιμάνι. Θλιμμένο μου πρόσωπο. Τόσο καλλιτεχνικό. Ή μάλλον, ας μην το θέσουμε έτσι. Ως art πουριτανοί σε πολύχρωμα κλουβιά λογικής. Απλά, ένα δροσερό αεράκι το πρωί και το τσιγάρο τρεμοσβήνει. Θα έκανα οτιδήποτε για ένα γελάκι. Μην με κοιτάζεις έτσι, καλή μου.
Ξέρω ότι θα άξιζα να κλειστώ και να βάλω τα δυνατά μου, σκίζοντας τη μούχρωμη σελίδα που πάω να βγάλω. Ασυναίσθητα. Να γράψω κάτι ανεβαστικό  χωρίς κλισέ που δεν εγκρίνουν βίτσια. Ελπίδες σα σπουργίτια. Ας είναι από στάχτη οι μικρές δημιουργίες. Δαύτες και άλλες τόσες που κοιμούνται στο ντουλάπι. Δεν αλλάζει το καύσιμο τους, μονάχα η έμπνευση. Πώς να το εκφράσω αλλιώς : το ερέθισμα. Έτσι, άμα έχεις ένα ωράριο που μοιάζει με βηματοδότη, σπάνια περίπτωση να περάσει απ’ το νου σου το μικρό σπίτι στο λιβάδι, μετά τα μεσάνυχτα. Break και τα νεύρα κουρέλια. Να γράψω κάτι που να μην αφήνει την αίσθηση παυσίπονου μ’ άδειο στομάχι. Θα το προσπαθήσω, καθισμένος απέναντι απ’ το κορίτσι, που μένει εκεί.
Διότι, είχα μια περίεργη αίσθηση. Πως μοιάζουμε κατά ένα τρόπο. Σα να ψάχνουμε την ίδια γεύση της ζωής, έστω κι αν ξεχνιόμαστε μπροστά στο ψυγείο. Είχαμε την ίδια φωνή στα όνειρα. Τέλος πάντων. Θεατρικά θα έφτιαχνα ένα μπουμπούκι που θ’ άνοιγε κάθε πότε ετοιμαζόσουν, τα κλάματα να βάλεις. Ισορροπώντας τις μαύρες μου με την ψεύτικη χαρά που υμνείται απ’ τις διαφημίσεις. Και τα πλήθη στεκόντουσαν, έκθαμβα. Ενώ η μαυρίλα απλώς τους γύριζε την πλάτη. Γίνε και συ, μάζα ή αντικοινωνικός. Μην προβληματίζεσαι, δικό μου είναι το θέμα. Ας είναι δύσκολη διάθεση, θα το ξεπεράσω. Εξηγώντας πρώτα τη μεριά της κοπέλας. Γιατί πάει καιρός από τότε που είχαμε να μιλήσουμε. Ψυχή μου.
Όμως το διάλειμμα τελείωσε.
Πριν αποσώσω τα λόγια μου.
Διάολε, πίσω στη δουλειά.

Sugar

18.9.10

Δώσε μου κάτι να σκεφτώ. Πες μου πως να αισθανθώ. Γιατί είναι δύσκολο μερικές φορές να ξεπεράσω τα κενά, συναισθηματικά ή όχι. Ναι, ξέρω πως δεν το σκέφτεσαι, αφού πάντα έχουμε δουλειά. Προτεραιότητες και εικόνες. Άδειος χώρος ωστόσο, μέσα μου-μέσα σου. Το καταλαβαίνεις; Μούδιασμα, την ώρα που τρέχουν οι τίτλοι τέλους. Χωρίς να επεξεργάζεσαι, αφρός σε μπανιέρα απάθειας. Κάνε με καταθλιπτικά χαρούμενο, ποτέ δε μου άρεσαν οι αντιθέσεις, όσο τώρα. Τις ώρες που αντιλαμβάνεσαι πως μεγαλώνεις. Κρύος. Δεν είναι δυνατό να τα καταφέρνω μόνιμα solo. Βοήθα με, λοιπόν, να βγάλω ένα κομμάτι όνειρο απ' την κατάψυξη. Σ' αυτή την μορφή, που απλή πρέπει να φαίνεται. Δεν θα πετύχαινα δυστυχώς, τη δημιουργία μηχανής που να φτύνει χάπια, αναψυκτικό και ρέστα. Μόνο πεντ' έξι αράδες που κάνουνε τη μέρα μου Παρασκευή. Χωρίς να τα σπάσουμε το βράδυ. Αποτυχημένες ήταν οι προσπάθειες διασκέδασης, δεν αρκούν πια τη μελαγχολία να σκοτώσουν. Κρίμα, φίλε. Δε φαντάζω στα μάτια σου κάτι άλλο από μια διασκευή, εκείνου που ήθελαν να γίνω.
Εντάξει, ας το τραβήξουμε πιο πέρα. Από εδώ που φτάσαμε. Ακόμα κι αν δεν είσαι εδώ, κοντά μου θα σε φέρω. Δάχτυλα γεμάτα χρώματα, μονάχα με χαμόγελο φορεμένο σε φαντάζομαι. Αυτό είναι το φτερό που πέφτει απ' τον παράδεισο. Σαν ρούχο που σε ντύνει. Μια όμορφη μέγκενη σε κρατά στην επιφάνεια του χαμού. Γιατί χάος κοιτώ στο αποφασιστικό καθρέφτισμα. Μικρή ζωή μου, μέσα απ' τα μάτια είδα ωκεανούς ν' απλώνονται. Ατέλειωτοι, πώς να βρούμε τις λέξεις που μας κρατούν φίλους, εραστές, ζωντανούς. Όμως κοίτα: ξεχωρίζουν σα λευκές τελείες, τα πρόσωπα που μειδιούν. Αυτό είναι το χέρι που απλώνω στη μεριά του Τίποτα. Κι εσύ κρατάς στιγμές. Άσε τη μιζέρια, ίσως να ήταν δυνατόν. Ν' ακολουθήσω τα κύματα ως την ακτή. Να με ξεβράσει η θάλασσα τούτη, ευτυχισμένο.
Κάπως έτσι.
Φοράω το χαμόγελό μου.
Ρίχνω δυο κυβάκια ζάχαρη στο βυθό.
Για να δούμε.

Stripes

10.9.10

Αποστασιοποιημένος. Κάπου ξύπνησα με ζάλη, κάνουνε άσχημο κεφάλι, αλκοόλ και αναμνήσεις. Με  δυο-τρεις μέρες περιθώριο, σίγουρα επανεκτιμάς την κατάσταση. Φάρμακα δίνεις στη διάθεση. Το σύνολο χαίρεται που σ' έχει πίσω, στη ζεστή αγκαλιά του. Φορμόλη. Ωστόσο, ύστερα από μεταπτώσεις, άρχισε κομμάτι να μ' αρέσει τούτη η εξορία. Από τον ίδιο μου τον εαυτό. Και ένα μυαλό που είναι φίσκα χάρτινους ήρωες. 
Όταν κλείνεσαι στο καβούκι σου, οι τοίχοι είναι τόσο άδειοι. Ήτανε δα λίγες οι φορές που τους αντίκρισα. Λίγη οικειότητα για ν' αποκτήσω, έφτιαξα σχήματα και χρώματα με λέξεις που ανήκουν στους πάντες και σε κανέναν, τελικά. Τύλιξα τον κόσμο σε δαύτες. Έπειτα φυγάδεψα τις σκέψεις σε τετράδια. Γιατί είναι πολύ μικρό ή ατέλειωτο το κενό μεταξύ μας, ώστε να τα καταφέρω με λόγια. Χώρος δεν περισσεύει γι' άλλη πόλη από τη συγκεκριμένη στο νου σου. Εκεί που πάντα ήθελες να 'σαι. Έτσι όπως βλέπεις τον κόσμο. Καλιφόρνια ή Καζαμπλάνκα, όπως τη βρίσκει ο καθένας.Ωραίο φρούτο ο συμβιβασμός. Θα μάθω να κάνω πίσω, αφού δεν αλλάζουν δεδομένα μ' ένα απλό παράπονο. Ενώ λείπει ο χώρος για να το εκφράσω.
Για όνομα, δεν είμαι κανενός είδους μεγαλομανής. Απλά χτίζοντας προτάσεις-τουβλάκια, δείχνω μια μακέτα της αρχιτεκτονικής που καταχωνιάζω. Μιας και θα μπορούσαμε να μιλάμε λίγο πιο ανοιχτά. Εσύ και γω, επίμονα κοιτάμε το ρολόι, μα η ώρα δεν περνά. Άμα ξεχνιέσαι από το συλλογισμό, ίσως καταλαβαίνεις το καταφύγιο μου, πίσω από ψευδώνυμο. Ταράζοντας τα νερά της φαντασίας, μέσα από υπομονετικά μάτια. Φτιάχνοντας ένα λαβύρινθο που δεν αποκλείεται να χαθώ. Κρίμα. Δυστυχώς, ο Jack Nickolson δεν πέθανε ποτέ στη "Λάμψη" του Stephen King. Τουλάχιστον έτσι θα μ' άρεσε. Να έμπαινες στο χώρο αυτό, εκθέτοντας τη σκοτεινή πλευρά μου. Σ' ένα ακόμη ήλιο. Πρόσωπο τσακισμένο, δεν απολαμβάνω τη λιακάδα. Αλίμονο. Τώρα χαμογελάω.
Γιατί οι κακοί στο σινεμά, δεν πεθαίνουν.
Παρά σηκώνονται ξανά.

Papermind

3.9.10

Αδιεξοδικός, καταλήγω και πάλι στα γνωστά λημέρια. Αφού φορτώσω της κάθε μέρας νεύρα. Κλείνομαι λιγάκι. Χωρίς να μιλάω. Πιστέψτε με, δεν μου είναι δύσκολο να εκφραστώ, παρά να βρω κάποιον που ακούει. Αληθινά, όχι απλά να νεύει. Με ύφος που χορεύει, αδύνατο πλήθος επαφών μου να περάσει το επιφανειακό επίπεδο. Δεν αναφέρομαι σ' αμηχανία μα σε κατηγορίες : οι φίλοι της δουλειάς, παλιοί συμμαθητές και δε συμμαζεύεται. Γνωριμίες που εξυπηρετούν συμφέροντα, δεν έχουν περισσότερη αξία από τους γνωστούς. Μονάχα χρησιμότητα. Κατά πως απαιτεί η εποχή. Ωστόσο, δεν μπορώ παντοτινά να έχω τη λαθεμένη εικόνα : πως είμαι το κέντρο του κόσμου. Ούτε για αυτοπεποίθηση. Θέλω μια πλάτη ν' ακουμπήσω, να σταθώ. Ευτυχώς συνάντησα ανθρώπους, μοιράστηκα στιγμές οι οποίες μας δένουν.Αλίμονο αν δεν τους εμπιστευόμουν. Δε λέγονται όλα όμως απ' το τηλέφωνο, μάγκα. Κακά τα ψέματα, για τον καθένα μας τα προσωπικά προβλήματα μοιάζουν και πιο σημαντικά. Σύννεφο που βροντά και βρέχει ατομικά. Μ΄ αυτά και μ' αυτά, βλέπεις τις κρίσεις στο πρωινό καθρέφτισμα, σου χαμογελάνε.
Αν μονάχα άλλαζε το σύμπαν, ένα μικρό κομμάτι του. Το χρώμα της μελάνης. Από τη μεριά των ματιών πέρα απ' το ζευγάρι που κουβαλώ. Στάλες ρομαντισμού στα γρανάζια σου, μοιάζει ζάχαρη σε noir καφέ. Στάλες, βουβά δάκρυα τόσο με πίκραναν. Γιατί θα σου φαίνονταν περίεργο να γνωριστούμε απ' την αρχή; Θα 'ριχνες ένα απρόσεκτο βλέμμα και γω θα απαντούσα. Τυχαία η πλατεία. Με ξέρεις, αναμφίβολα. Κρατώ, όπως και συ, μια σκιά πίσω απ' την πλάτη. Αμέτρητες σκιές γύρω. Μπορεί να μην είχαμε την ευκαιρία του μιλητού με τρεμάμενα χείλη που λεν αλήθειες. Ναι ίσως να 'ταν λόγια αδειανά. Αφού ξέραμε κι οι δυο το σενάριο. Μα δε θέλω η ζωή να ρολάρει σαν ταινία.
Υπάρχει βέβαια, ακόμη μια άποψη. Πως φταίει ο πεσιμισμός. Όλα είναι στο μυαλό, φαντάζει χαρτί γεμάτο μουντζούρες. Λέξεις που μετάνιωσα, άλλες δεν πρόλαβα να πω. Όνειρα και σκηνικά έστησα, κρυφά πριν συστηθώ. Μα θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή. Αφήστε το στην άκρη.
Αύριο θα 'ναι καλύτερα.
Αύριο θα 'μαι καλύτερα.

Moody

27.8.10

Μέρες που πέρασαν, τις νιώθω. Σαν να μη στέγνωσαν ακόμη, αυτές οι δροσοσταλίδες πάνω μου. Καθρεφτίζοντας πρόσωπα και ήχους. Τις φέρνω στο νου μου κάθε τόσο, μα δεν αλλάζει τ' ότι παρήλθαν. Ναι, δεσποινίδες- κυρίες,κύριοι. Φτάνουν πλέον τα καρέ που ο πρωταγωνιστής μαζεύει τη βαλίτσα του. Μιας και είναι ανάγκη να πάρουμε δρόμο και να επιστρέψουμε, καθείς στη ρουτίνα του. Ενώ ο Σεπτέμβρης τεντώνεται χαμογελαστός, λες και συννεφιά του μοιάζουμε. Έτσι που αποχαιρετιόμαστε.
Κοιταζόμαστε.
"Δε θα μας ξεφύγεις απατεώνα!" Μια φωνή απ' τη γωνία. Ουρλιάζουν οι μέρες που έρχονται, χαλώντας τη ζαχαρένια. Σαφώς και δεν μπορώ να τ' αποφύγω. Αφού ένα νευριασμένο ημερολόγιο καταβρόχθισε τους αριθμούς. Πάνε, στο άψε-σβήσε οι μικρές οάσεις. Προφανώς, τσαντίστηκε μαζί μου, επειδή δε μ' ένοιαζε καθόλου. Ούτε καν τι μέρα είναι. Μόνο οι παρέες : χαμένοι στο διάστημα, μωρό μου. Και το πρωί, αργά ξυπνάω. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου κρύβονταν τα δάκρυα. Όμως τα πάταγαν. Αυτά τα γέλια. Γάργαρα. Σα να μην είχαν τελειωμό, γέμιζε η ψυχή μου.
Τώρα, πότε ξανά; Μη μου θυμίζεις. Φθινοπωρινό πρελούδιο και μια νότα ψύχρα. Καρδιές θα κρατηθούν ζεστές- με αναστεναγμούς. Πώς να γίνει αλλιώς. Κάπου είναι το καλοκαίρι και θέλει να ξανάρθει. Αυτά σκέφτομαι καθώς το τοπίο του τρένου αλλάζει. Μέχρι που βραδιάζει. Άφιξη κι ένα μουγκό μέσο με πάει σπίτι. Να μιλάμε, ας είσαι μακριά. Αδειάζω το μυαλό, με όσα έχω να κάνω. Αύριο, μεθαύριο. Σβήνουν οι εικόνες. Μα όταν ξεκλειδώνω, έρχεται μια αναλαμπή.
Και νιώθω λίγο μόνος.

Ez mode.

20.8.10

Είναι λογικό να μην κατάλαβες. Τι ήθελα να πω, πιο κάτω. Καθώς η ωμή σκέψη,είναι εύκολη με μια ματιά μου στις ανήλιαγες σελίδες , το δίχως άλλο, στενός κορσές για οποιονδήποτε διαβάζει τώρα τούτες τις αράδες.Κάθε αρχή και δύσκολη, σαφώς. Μα θα ήθελα να το κάνω λιγότερο συγκεχυμένο για όλους σας. Ίσως και για μένα.Γρήγορα δεν ψυχολογείς τη γραφή, ούτε πιάνεις το ρυθμό της έκφρασης του εκάστοτε συγγραφέα. Είτε στα λογοτεχνικά, είτε μιλάμε για λεφτά. Αποδεκτό και εκλεπτυσμένο εάν ήμουν φιγούρα σε πρωτοσέλιδο. Όμως εδώ, απαιτείται περισσότερη όρεξη. Υπομονή, εάν επιτρέπετε. Στα προηγούμενα έρχεται να κολλήσει το τρυπάκι της συνέχειας και ακόλουθα της συνοχής των εννοιών στο μυαλό σου. Των εννοιών που θέλει ο τύπος πίσω απ' το κείμενο να ακολουθήσεις. Γι' αυτό και ένα τυχαίο απόσπασμα Tolkien θα ήταν αυτοκτονικά βαρετό εάν έλειπε προηγούμενη εμπειρία. Έτσι, ο χώρος αυτός θα λειτουργεί ως " εβδομαδιαία στήλη" Αφού δεν αρκεί να ανοίξω απλά το κουτάκι της φαντασίας. Μπερδεμένοι διάλογοι μυαλού, που δύσκολα θα σ' έπειθαν. Θα προσπαθήσω να γεφυρώσω την απόσταση, να γίνει λίγο πιο βατό, στο μάτι του αναγνώστη, το κάθε κείμενο.
Ας πάρουμε λοιπόν, το "Intro #2", σαν δική μου εισαγωγή, σαν σελίδα ημερολογίου. Ενώ αυτή θα ήταν, η επεξήγησή του. Τέλος, μια λεπτομέρεια: το εβδομαδιαίο update θα γίνεται κάθε Παρασκευή, μάλλον απογευματινές ώρες.
Άλλη μια φορά, κάπως πιο απλά.
Καλώς ήρθατε.
 

Intro # 2

18.8.10

Μα είναι τόσο δύσκολο τελικά να γράψω δίχως ιδρωμένο άγχος, αυτά που αβίαστα βγαίνουν στο χαρτί. Σε μια οθόνη, πόσο μου μοιάζει, μ' απρόσωπο πιστόλι. Μια σκέψη πέφτει πάνω σ' άλλη: κατρακυλούν, ψάχνοντας το τέλειο αποτέλεσμα. Ποιο αποτέλεσμα, σκισμένες σελίδες. Ποια η γοητεία, μόνιμα ν' αποφεύγω τα στυλιζαρισμένα νύχια, κλεισμένος. Σε ζάρι περιμένοντας, το έξι του Γκρινιάρη. Αφού θα κοπούν τα γούστα, όταν πια σε πάρουνε τα χρόνια. Θα μου πεις "ως τότε" και μπλα-μπλα, αξιοθαύμαστος ο συμβιβασμός. Μα δίχως δοκιμή δε μαγειρεύεις, καν αποτυχία. Ακρυλικές γραμματοσειρές και συρμάτινα πλαίσια, έχουν μια άλλη διάθεση, πέρα απ' τα χωράφια μου. Είναι ωστόσο, μια πρόκληση. Σ' έναν επεκτατικό καταιονισμό πληροφοριών, την κάθε στιγμή, είναι μια βόμβα. Και πάνω της χαράζω, απόκοσμο χαμόγελο. Μια βόμβα που μονάχα ταξίδια κάνει. Ως το πουθενά και πίσω πάλι. Καθώς ,αλίμονο, έχω αμέτρητα στο νου, μπερδεύονται και βήχω. Σοβαρότητα. Για το εγχείρημα, το προϊόν. Κι αν οι λέξεις δεν έφταναν αγκομαχώντας όλα θα 'μεναν σ' αυτό τον άδειο τόπο.
Στο περίπου.
Όμως, κοίτα: είμαι ακόμη εδώ. 
Ένα καλωσόρισμα, χωρίς πυροτεχνήματα.
Ως την επόμενη φορά.