BiteThe4

28.9.14

Αν αγαπάς ακόμη κι αν μπορείς.
Στο όνομα του, με θυμό.
Δάγκωσε τη σφαίρα.
Φτύσε χάμω τον κάλυκα, μύρισε το μπαρούτι.
Και σβήσε πια την πάρτη σου.
Στο κάδρο της φαμίλιας.
Άστους με πίκρα, με κακό, καμώματα της ζήλιας.

Αν έχεις κότσια κι άντερα.
Για των χεριών την τέχνη.
Κλείσε το μάτι στο σπαθί.
Μάθε από τα κακοτόπια, όχι από τ’ ανθρώπια.
 Αντέστρεψε πια την άμπωτη και πνίξτους όλους, μπέσα.
Τους στεριανούς, στερνόμυαλους, ίσα τα πόδια μέσα.
Δείξτους μικρά φαντάσματα, τα χάπια, τα σιρόπια.

Αν ονειρεύεσαι με κρίματα αγκαλιά σου.
Μια για το γαμώτο.
Πάνε ανάποδα.
Εναντιώσου στο χρησμό και ο Χριστός μαζί σου.
Δεν είναι ράγες η ζωή, ούτε κισμέτ ή μοίρα.
Είναι το τέρας που χαμογελά, κάτω απ’ την αρμύρα.
Κι αν είναι άσπρα ή μαύρα τα πανιά, καθόλου μη σε νοιάζει.

Φθινόπωρο, στην άδεια αυλή του Βασιλιά.
Νεκροί τώρα νεόνυμφοι, Τριστάνος και Ιζόλδη.
Παλιάτσος ήταν ο φονιάς.
Ξεπλένει το αμάρτημα με μπράντυ.
Γελά άηχα φέροντας, στίγμα του παραβάτη.
Κρατώντας στην παλάμη του, Το Μαύρο Το Σημάδι.

Στο χάλασμα των σκηνικών, στων αστεριών τη δύση.
Πρώτος το άδικο θ’ ασπαστώ και θα ζωστώ, μανδύα άλικο.
Έχοντας μνήμες εχθρικές, κρέας ανθρώπινο στα δόντια.
Μια δίψα για καταστροφή, καμία πια συμπόνια.
Μανία που όμορφη χαράζει, πάνε τα χρόνια.
Κι αν είναι οι χαρές, τα παιδιά και τα λεφτά σου. Εκατομμύρια.
Ζήσε πανευτυχής, μα. Πρόσεχε την παλλίροια.

Tower16

28.4.14

Έχω ένα πύργο κρυμμένο.
Φτιαγμένο από χαρτιά.
Βαθιά στο χαρακτήρα μου και πίσω από τα μάτια.
Όλο εγώ τον φτιάχνω πιο ψηλό.
Κι όλο αυτός χαλάει.
Μα μη ρωτήσεις Ρήγα μοχθηρό.
Τους πούστηδες Βαλέδες.
Γιατί το κτίσμα πέφτει.

  Κάρτες που κράτησα κλειστές, κάρτες καιρό καμμένες.
Μαζεύτηκαν σωρό.
Δίχως κάποιο μεγάλο σχέδιο, μια μεγάλη ιδέα.
Με μια δόση χάους και ένα κάποιο αίσθημα.
Άκουσες ποτέ για τη Βαβέλ.
Τη γλώσσα που μιλάω.
Κι εκείνη που μιλάς.
Μ’ έναν παράδεισο που ξέμεινε, στις ζωγραφιές και τα σκαριά.

Αρκάνες απ’ τα σκοτεινά, του εξαποδώ φιγούρες.
Πατάν η μία στην άλλη κι όλες μαζί στην πλάτη μου.
Στιγμές πίσω από κάγκελα.
Σκισμένες λίστες και χαρτιά, ρυτίδες πάνω σε φάτσα.
Ούτε το Δέκα το καλό με των σπαθιών το Δύο.
Ερμηνεύουν πώς μειδιώ.
Δεκάξι φορές μετάνιωσα.
Καίγομαι στο 21.

Τράβα μια κάρτα, αν έχεις κότσια.
Δώσε κομμάτι ονείρου, ρουλέτα της ζωής.
Και πόνταρε στους ανθρώπους σου, να δεις για πότε χάνεις.
Κρατούνε λόγια και χαρτιά.
Γίναν οι άνθρωποι στοιχειά.
Στο στήθος βάρος τα μυστικά.
Και δεν κοιμάσαι πια.

Ωστόσο, δεν ξόφλησα ακόμα.
Δεν απέτυχα.
Έγινα μόνο άριστος, να ξεκινάω πάλι.
Και ο Τρελός της τράπουλας χαζεύει τα συντρίμμια.
Πλησίασε και μη στενοχωριέσαι.
Κάθε που ξημερώνει, κάθε Δευτέρα, κάθε αγάπη περσινή.
Θα βάζουμε μπρος αστεία, γρίφους και κάρτες στο σωρό μας.
Ενώ η βροχή είναι κεραυνός, θα χτίσουμε.
Μια τρανή βλαστήμια.

Descent9

19.3.14

Βγες απ’ την εξώπορτα.
Και πάρε μιαν ανάσα.
Τίποτα δεν τελειώνει όπως αρχίζει,
Κι ίσως υπάρχει μια ευκολία σ’ αυτό.
Επιπόλαια – σαν κραγιόν στον καθρέφτη.
Ωστόσο μην το σκεφτείς πολύ.
Κατέβα τρία σκαλιά.
Και ψάξε μια τσέπη.
Πράγματα μικρά σε σκοτώνουν.
Τα ψίχουλα που έκλαψες να βρέξει ένα βράδυ.
Ίσως να σε χαζεύουν.
Πίσω από άχρωμο βιτρώ.
Ένας αντίχριστος γεννιέται.
Άλλες πόρτες μη χτυπήσεις.
Όσο δελεαστική κι αν είναι η θέρμη.
Το κρύο σου ταιριάζει καλύτερα.
Σαν τα φαντάσματα ερωτεύεσαι σφοδρά.
Μα ν’ αγκαλιάσεις δε μπορείς.
Πίσω από κλειδαρότρυπες πηδιούνται οι ελπίδες.
Σύξυλο η ζωή, με το σουτιέν στο μπάνιο.
Ντουβάρια σιωπηλά, το φως σου θε να σβήσει.
Μένει μια αίσθηση κενού και μια πικρή ανάσα.
Άνοιξε την πόρτα «εννιά».
Συνάντησε το τέρας.
Τιμώρησε τον παράδεισο.
Κι ανάγκασε το διάολο, τα γένια του ν’ ανάψει.

Καταραμένος να ‘σαι.

Ahead.

12.3.14

Εμπρός.
Κάνε το κομμάτι σου και φύγε.
Πάρε όσα σου χρώσταγα, όσα ήταν δικαιωματικά δικά σου.
Πάρε ότι μπορείς.
Μα ποτέ τυχόν μη δώσεις.
Όσοι δίνουν, καταλήγουν άδειοι στο περιθώριο.
Σα φιλιά Παραφρόνων.
-
Άντε.
Μην αργείς και ζήσε παραπέρα.
Κλείσου σ’ ένα άσχημο διαμέρισμα με τον όμορφο εαυτό σου.
Βγες δίχως αύριο με αγνώστους και κοίτα τ’ αστέρια.
Μα μην τολμήσεις να σκεφτείς.
Αυτοί που σκέφτονται πεθαίνουν κάθε μέρα.
Κι όλο κλαίνε.
-
Τι κρατιέσαι.
Έχεις δρόμο δικό σου - τόσες ειλικρινείς φιλοδοξίες.
Τα όνειρα τεράστια κι οι άνθρωποι τόσο μικροί.
Δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς.
Πρόσεξε ωστόσο, τα όνειρα δε μοιράζονται.
Όσοι κάνουν το λάθος, μιλούν με γρίφους, ακατάληπτα.
Μια λύπη πιο βαθιά απ’ τη θάλασσα.
-
Ακόμα εδώ?
Ίσως κι αυτές οι γραμμές σε βλάπτουν.
Μιας και λόγια κάποιου άλλου είναι, κάποιου που δεν τον ξέρεις.
Η σκέψη να δεις απ’ τη ματιά του άλλου, πόσο ανόητη.
 Πες πως κάποιος κάποτε σκέφτηκε τη θέση τη δικιά σου.
Κι αυτός χαμένος πάει.
-
Βίρα τη σημαία σου.
Σε όμορφα νερά που θα ‘ναι πάντα δικά σου.
Σαν το χαμόγελο και την καρδιά σου.
Ποτέ μην τη δώσεις.
Εκείνοι που σφάλουν, χίμαιρες κυνηγούν.
Γυμνοί και κρύοι ταξιδεύουν κάτω απ’ το Σέλας.

Γυρεύοντας το πιο όμορφο ξημέρωμα.

Halcyon

23.1.14

Μέρες θερμές μεσ’ το χειμώνα.
Δύσκολα με βγάζουν απ’ τα παπλώματα κι από τα μαξιλάρια.
Χάνομαι σε όμορφα κι αγχωτικά όνειρα.
Αφήνοντας τον τρόμο μου κάπου πίσω.
Να τρώει πατατάκια και ποπ-κορν.
Σε μία ταινία που ήταν στα προσεχώς.
Μα κοίτα, τώρα αρχίζει το καλό.
*
Μέρες με πρίμο καιρό.
Βλέπεις τον Κώστα να μη γκρινιάζει.
Κι απορείς.
Με μια φούσκα πάνω απ’ το μικρό σου κεφάλι.
Σαν χαρακτήρας κόμικ.
Αν και τα σκίτσα δεν κλαίνε στα τηλέφωνα.
Ούτε γελάνε με τα χαζά αστεία.
*
Μέρες, σαν άσπρες τρίχες στα μαλλιά.
Χαζεύοντας εφέ καταστροφής στο παρελθόν.
Με μια αβεβαιότητα στο στομάχι για όσα θα συμβούν.
Βγαίνεις από το σινεμά, με ένα εκφραστικό χαμόγελο.
Κι αν σκοτώνουν τάχα τ’ άλογα όταν γεράσουν.
Ποιος είπε ότι εκείνα πεθαίνουν.
Έτσι δεν είναι Ροσινάντε?
*
Μέρες αβολίδωτες σ’ ένα πιστόλι αποκριάς.
Αποδέχομαι τον χειρότερο εαυτό μου.
Και συζητώ μαζί του.
Τις πταέι, quo vadis, άντε μου στον αγύριστο.
Μα, τόσο φλύαρος που είμαι, ότι καλύτερο είπα ποτέ.
Ήταν η σιωπή μου.
*
Μέρες ηλιόλουστες, σταμάτα πια να σκας.
Βγάλε τη διάθεση βόλτα, μαζί με τη μαυρίλα σου
Πέτα ένα κουκουνάρι στο γκρεμό, να δεις ποιο θα πετάξει.
Τα μαύρα μάτια του νοσταλγού βλέπουν καλύτερα.
Άσε που τρώει το πιο νόστιμο ψωμί.
Μην ανησυχείς, μιας και τα πουλιά, οι ψυχές, τα δάκρυα θε να γυρίσουν πάλι.
Αλκυονίδες μέρες.

Lake#7

14.1.14

Κι έτσι απλά, ένα απόγευμα που βλέπαμε τους τοίχους αγκαλιά.
Και λέγαμε τι χρώμα να τους βάψουμε.
Με φίλησες.
Κι εγώ έγινα ρευστός.
Μικρός θεός ανήμπορος, προσκυνητής σκυφτός.
Περνώντας απ’ τους τόπους σου, σιγά.
Μια άρρωστη παλίρροια που μέσα σου ξυπνά.
Την αίσθηση του χάους, του χάνομαι, του πάρε με παντού.
Σε βλέπω να δαγκώνεσαι.
Κάτω κόκκινο χείλος.
Μοιάζει με χείλος του γκρεμού, αφού.
Νιώθω επικίνδυνα κοντά σου, όταν είμαστε μαζί.
Αφόρητα ασυγκράτητοι και δυο φορές χαζοί.
Οι θάλασσες σου κι αυτή η πειθώ σου.
Που σβήνει το θυμό.
Αυτό το πάνω-κάτω.
Στα συναισθήματα.
Δεν χωρά σε λέξεις κι ούτε θα πρεπε.
Ίσως να το μάθεις.
Πως ένα κουβάρι σκαλίζω όταν είσαι μακριά.
Ίσιες σκέψεις και λέξεις που πήγανε στραβά.
Κι ένας μικρός πόνος φώλιασε στην καρδιά.
Μα, χωρίς να τηλεφωνήσεις, χτύπησες το κουδούνι.
Πέσαμε στο πάτωμα.
Ούτε ύπνος, ούτε κούραση.
Κανένα ύπουλο φάντασμα φαντασίωσης.
Μονάχα.

Εσύ.

Venice Verse

11.1.14

Μου λες, τι θες.
Τι τραβάει η όρεξη σου.
Κι απαντάω μισόλογα.
Ενώ κάπου συλλογιέμαι.
Πως αν επιθυμούσα κάτι αληθινά.
Αυτό θα ήταν να γύριζα στη Βενετία, ένα κρύο βράδυ όπως τούτο.
*
Μαυροντυμένος, χαζολογάς με τη σκιά σου.
Μ' ένα τρόπο που πάντα απολάμβανες.
Ενώ η κουκούλα σκεπάζει μάτια και κακό σκοπό.
Ζέστη βγαίνει από ένα πανδοχείο.
Καθρεφτίζουν οι λάμπες στα νερά όσα ποθούσες.
Ανατριχιάζεις.
Σκόρπιοι άνθρωποι, διασκεδάζουν και δυστυχούν, το δίχως άλλο.
Κάτω από φεγγάρι ανάποδο και μέσα στα στενά.
Μορφές , βοή, κλαυσίγελως.
Θαρρούν πως θα θυμούνται, οι επόμενοι.
Τ' αχυρένια κορμιά - τις επτασφράγιστες καρδιές τους.
Μα εσένα δε σε νοιάζει, ίσως δε σε ένοιαξε ποτέ.
Που πάει το πανηγύρι.
Θες να μιλήσεις, μα δεν έχεις φωνή σ' ότι ονειρεύεσαι.
Με ένα βάδισμα στραβό, περνάς, ένα γεφύρι ακόμα.
Ένα γεφύρι ξύλινο, σε κάθε βήμα τρίζει.
Φτάνεις στη μέση, τα χέρια σου είναι βαριά.
Πως να βαστήξεις ένα κόσμο.
Μα κάπου εκεί την είδες.
Ανάμεσα σε βαρελότα και σε ταμπάκο αψύ.
Να χάνεται.
*
Θα μ' άρεσε τόσο οι σκιές μας να κάνανε παρέα.
Μιας κι η δικιά μου δεν πάει προς το φως.
Μονάχα τα ηλιοβασιλέματα μου δείχνει, πόσο τρανή μπορεί να γίνει.
Και πόσο λάθος είμαι εγώ.
Μα την αλήθεια, θ' απολάμβανα.
Να διώχνω τους χειμώνες με λέξεις για τη λιακάδα στο πρόσωπο σου.
Σχεδιάζοντας ταξίδια προς το Όπου Θες.
Αφού είπα πως θα γυρίσω το σύμπαν μόνος εσύ τόσο μικρή.
Μπήκες μεσ' το μυαλό μου.
Άραγε πόσο μακριά έχω φτάσει.
Κι όταν το ρούμι θα λιγοστεύει, σαν τη γριά υπομονή.
 Να πίνω απ' το λαιμό σου.
Αυτό το άρωμα που μ' ανασταίνει τα Ψυχοσάββατα.
Αυτό το άρωμα σου.
*
Σκίζω τον κόσμο μ' έξυπνες ατάκες.
Σαρκαστικές απειλές κι ένα πιστόλι γεμάτο χιούμορ.
Τους προσπερνώ.
Σα να ταν το πιο εύκολο κομμάτι.
Ίσα να σε φτάσω.
Να σου δείξω τι ζωγράφισα στο νου μου.
Μα όταν τελειώνει η γιορτή τους και σβήνουν οι φανοστάτες.
Εγώ κρατώ ένα ρούχο που παίρνει ο αέρας.
Απελπισία.
Να μην μπορώ να μοιραστώ τον ηλίθιο εγωισμό μου.
Κι εκεί Κάπου ξυπνώ.
Σ' ένα σπίτι γεμάτο τίποτα.
*
Μου λες.
Μα στάσου λίγο.
Δε μου λες πια.