DogDays

14.2.16

Μ’ ένα μυαλό, πορνό του ενενήντα.
Πουλάω λόγια της ψυχής, ίσα για τρεις κι εξήντα.
Κι αν είχα σκυλί, θα το ελέγαν Φρίντα.
Γι ανθρώπους που είναι κίβδηλοι, έχω τ’ άγγιγμα του Μίδα.

Μια εικόνα σκοτεινή για φόντο.
Βρέχει μεσ' το κεφάλι μου, οι σκέψεις κάνουν κρότο.
Ωστόσο βγάζω το σκασμό, άφιξη στο Τορόντο.
Αν μ’ αγαπάς, δώσε μου όνειρα, πάψε να κάνεις σκόντο.

Μια φωνή που μιμείται, μια κακιά συνήθεια.
Μάτια κλειστά, σαν τα παράθυρα, ψάχνοντας για τη Βύθια.
Μυρίζεις γύρω σου καπνούς? Είναι οι όρκοι εραστών, καίγονται στην αλήθεια.
Μ’ είχες, μ’ εκμεταλλεύτηκες, μια καρδιά στα νύχια.

Ένα αντικείμενο απλό, ένα τσιγάρο, μια πένα.
Φύγε και συ, άμε στο Λύκο, Μανταλένα.
Δεν είναι άλλος για τη βάρκα αυτή, που πάει στον πυθμένα.
Τώρα το σκέφτομαι ξανά, το σκύλο λέω Ρένα.

Κοίτα που κάποιος άνοιξε, το βόθρο του Ασυνείδητου.
Ο Διάβολος κι οι φίλοι του.
Σ’ άφησαν μέθυσο, σχεδόν νεκρό, σε τείχη Βηρυτού.
Το νιώσιμο πάλι να βάζεις μπρος, αυτό είναι πασπαρτού.

Σαν το γέροντα που βαδίζει τον Αχέροντα, κωπηλατώ ανάποδα.
Ξέρω τη ματαιότητα, άστρα όλα που σβήνουν, μα.
Δε θέλω επικήδειο για καρδιά, σφαίρα, αιμάτωμα.
Να λέει ήταν ξεροκέφαλος, δεν έκατσε στο πάτωμα.

Μπορώ να ζω με ώρες δανεικές? Κάτσε και μέτρα.
Με θυμικό περίεργο, μια καρδιά στη σέντρα.
Μ’ ένα μπαμπούλα κάτω απ την κουβέρτα.
Κι ένα σκυλί, στου παραδείσου την αυλή, που ακούει πια στο Χέρτα. 

ThunderTank

1.2.16

Φοβάσαι τα σύννεφα.
Αυτά που αρμέγουν κεραυνούς, που ρίχνουν τις μπουγάδες.
Κάνουν τους ανθρώπους να σκουμπώνονται.
Ν’ αφήνουνε τα χέρια.
Πεζόδρομος δίχως τέλος, σίκουελ της Ερμού.
Γεμάτες φαντάσματα βιτρίνες.
Πράγματα: εικόνες που ήθελες να ζήσεις.
Όλος αυτός ο χρόνος.
Τα νούμερα μουντζούρες.
Ημερολόγια, προσάναμμα σ’ ένα κάδο.
Με τον καπνό απ’ τα πλαστικά να σου φέρνει κλάμα, βήχα.
Εύχεσαι, ως άλλος σαμάνος.
Τις λιακάδες που μελέταγες, να τσακιστούν να έρθουν.
Όμορφες εκφράσεις : στο στόμα ερπετών.
Και έχεις υπό μάλης : τα σμήνη των πουλιών.
Αποδημώ.
Βουτιά, νερό ρηχό.
Το πάτωμα είναι ψέματα.
Ήμουν ποτέ εδώ?
Τις σιωπές που ακούγονται σα χαλάζι στο παρμπρίζ.
Πόσο τις τρέμεις, κακόμοιρε.
Κομμάτια ενός παγετώνα.
Ενός αιώνιου χειμώνα.
Που ήρθε με δόσεις.
Άτιμες νευρώσεις.
Κρύβεις τις κουβέντες, γυναικόπαιδα  κάτω απ’ το χώμα.
Κι εκείνος χτυπά την πόρτα.
Σα να εξαρτάται ο κόσμος ολάκερος απ’ αυτό.
Και δεν είναι ο μανιακός μεσσίας, μήτε ο κατηφής διάβολος.
Είναι ο κύριος με τα πιστόλια που δε φαίνονται.
Και το χαμόγελο που κλαίει.
Σα να σου λέει.
Πριν απ’ τα τριάντα.
Το ικρίωμα, ανδριάντα.
Μα δεν ανοίγω, βάζω στ’ αυτιά μου Τζώνι Κας.
Πλάτη στην πόρτα, αισθήματα ανφάς.
Αμφιβάλω αν μου έφερε, ηλιόφως στη σακούλα.
Αποδημώ.
Με μια φωνή που είναι ουρλιαχτό.
Ο ουρανός μου σκίζεται.
Ήμουν ποτέ εγώ?
Ευχή θανάτου- θάνατος.
Ευχή θανάτου- πάμε.
Λέγαμε πως δεν αντέχαμε, τα όρια που σπάμε.
Ωστόσο, να ‘μαι.
Μ’ ένα σφαχτάρι δράμα, χιούμορ κράμα.
Δε σπάει.
Και του θανάτου πείτε του, άφησα γράμμα.
Τζάμπα χτυπάει.
Δεν αποδημώ.
Σιχάθηκα το φευγιό.
Μένω.
Σαν το σκυλί που γρυλίζει στο τρένο.
Σα σώμα ξένο.
Μέσα σ’ ένα κτήριο, κατεδαφισμένο.
Με όνειρο τεράστιο και μια δουλειά για φρένο.
Ζω.
Δεν πεθαίνω.