We. March.

23.3.23

Δεν κρατά πολύ.
Όπως το κρύο του Μαρτίου.
Έτσι το χιόνι στην καρδιά.
Λιώνει.
Κάτω απ’ τα παλούκια που χεις κάψει.
Κι απ’ τα τσιγάρα τα σβηστά.
Απρίλιος ο γελωτοποιός, γεννήθηκε ξανά.
*
Δεν κρατά πολύ.
Όπως ο Γραίγος σε μαζεύει.
Τις νύχτες που εσύ ντύνεσαι ελαφρά.
Το μέσα σου κρυώνει.
Δεν είναι ο αέρας που θα σε βλάψει.
Το μέσα σου γρυλίζει και έξω κάνει ξαστεριά.
Ευχήθηκες κάποιες μέρες, να πέρναγαν γοργά.
*
Δεν κρατά πολύ.
Σαν τα πυροτεχνήματα.
Και τα ποτά τα αψιά.
Σκόνη.
Σκέπασε τον οίκο σου μα λες πώς είναι ντάξει.
Λες πως δεν ήρθε η ζαριά.
Φορώντας τη ζακέτα σου, τρεκλίζεις στα σκαλιά.
*
Δεν κρατά πολύ.
Όπως το καρδιοχτύπι και το συρματόπλεγμα.
Τούτο το κουκλοθέατρο, που πλήρωσα ακριβά.
Κάπου τελειώνει.
Ποιος το προσωρινό τάχα θ’ αλλάξει.
Γι αυτούς που έχασαν, κάτι, που πίσω δε γυρνά.
Μόλις ξημέρωσε - και είναι ήδη αργά.
*
Κι όσοι καταριούνται την αυγή.
Όσοι εναγκαλίζουν τη σύγκρουση, που είναι η ζωή.
Κάποιες φορές θυμούνται.
Πως δεν κρατά πολύ.


Kite, Like

28.2.23

Άραγε.
Εμείς οδηγούμε τον αετό.
Ή πάμε όπου τραβάει.
Με ζορισμένη χολή κάπου στον Αγιόκαμπο.
Ή με κατάθλιψη στον Υμηττό.
Θυμάμαι κάποιες χρονιές να βλέπω ουρανούς με τελείες.
Βαδίζοντας προς το σφαγείο.
Από την πλατεία ως το μπάντμιντον, χαρμόσυνο τραπέζι.
Άνθρωποι με τα καλά τους, να τρώνε.
Τα απομεινάρια μου.
*
Άραγε.
Έφτασα εγώ μέχρι εδώ.
Ή κάτι άλλο με σέρνει.
Τα μάτια μου στο πάτωμα, βολβοί που δεν ανθίζουν.
Μικρές γροθιές που έσφιγγα για μήνες.
Θυμάμαι να ζω μακριά από το φάσμα του ορατού.
Ψάχνοντας ηρεμία.
Από το πατρικό ως την εθνική, μια πομπή μαρτύρων.
Άλλοι εκμεταλλεύονται και άλλοι καταριούνται.
Ανάλγητοι κι ανέσπεροι, όσοι με φυγαδεύουν.
*
Άραγε.
Οι μέρες περνούν.
Ή εμείς περπατάμε απάνω τους.
Εσώκλειστος πίσω από σύρματα.
 Ή εξόριστος στο σπίτι μου.
Θυμάμαι κάποιους μήνες που μοιάζαν χρόνια.
Γράφοντας γράμματα που δεν είχαν παραλήπτη.
Από πού να αρχίσω δε σκέφτηκα καλά.
Και στο τέλος, ίσως αυτό να έχει σημασία.
Ή ίσως, εγώ το κάνω να έχει.

Sonshō

1.4.19

Οι λέξεις μου είναι φτωχές.
Και δε φτάνουν ποτέ.
Να καλύψουν τις ζημιές που έγιναν.
Να ράψουν τις πληγές.
*
Μα οι άνθρωποι.
Που βαδίζουν την κοιλάδα.
Κι αναπνέουν το σκοτάδι.
Ξημερώνουνε το αύριο.
*
Οι κουβέντες μου είναι τόσο λίγες.
Και δεν μπορούν.
Να σε βγάλουν απ’ τα συντρίμμια.
Δεν είναι μάγια, απλά προτάσεις και κλάμματα.
*
Τα πρόσωπα, ωστόσο.
Όσων έζησαν το χαμό.
Μέσα από τις φλόγες εισχωρούν.
Σαν υδροπλάνα στην πυρκαγιά.
*
Αφού αδειάσουν το φορτίο.
Αφού πουν αντίο.
Μένουν σε μια στάχτη, ολοδική τους.
Μ’ ακόμα ξυπνάνε το πρωί.
*
Και δε μπορώ μ’ αυτά τα λόγια να βοηθήσω.
Με μια βραχνή φωνή, μια δίψα να καταλάβω.
Εγωιστικά αν μπορούσα, να ένωνα.
Τα κόκκαλα που σπάνε.
*
Όμως τα μάτια τους.
Αυτοί οι πλανήτες της λύπης.
Κοιτούν πέρα από μένα.
Εκεί που ίσως θα έπρεπε να κοιτώ.
*
Αυτά τα συναισθήματα, στη χούφτα κάρβουνα.
Οι συζητήσεις ξυράφια.
Ισορροπίες λεπτές.
Σα να χορεύεις μπαλέτο, σ’ ένα ναρκοπέδιο.
*
Κι ας είναι ανύμπορες, τις χρησιμοποιώ.
Κάθε μου λέξη, κάθε χαζή μου γκριμάτσα.
Ότι μπορούν τα δυό μου χέρια.
Και το ελάχιστο, που κατανοώ.
*
Κι όταν δεν έχω άλλα να πω.
Καμιά φορά προσεύχομαι.
Ελπίζω.
Οι άνθρωποι τούτοι να χαμογελάσουν πάλι.
Να είναι εντάξει.
*
Αυτό που συνεχίζεται.
Άλλοι το λεν στεγνά, ζωή.
Ο αδερφός μου το λέει
Το Κυνήγι της Ευτυχίας

Mantra

5.2.18

Ήτανε μέρες που δεν ήθελα να γράψω.
Ήθελα να τα αφήσω γι’ αύριο.
Ήθελα να κοιμηθώ.
Έναν ύπνο λυτρωτικό.
Κι όταν ξυπνήσω να είναι εντάξει.
Μα δεν ήταν εντάξει.
Κι ο δαίμονας μου ντύθηκε το πιο φίνο μετάξι.
*
Ήτανε νύχτες που δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Ήθελα να αφήσω το μυαλό μου στην τοστιέρα να ψηθεί.
Ήθελα να καεί.
Στις σκέψεις που με στοιχειώνουν εσαεί.
Να βρεθεί ένα ήσυχο τέρμα.
Μα δεν υπήρχε τέρμα.
Με βουλωμένα μάτια, πρωταθλητής στο τέλμα.
*
Ήτανε λέξεις που δεν τόλμαγα να πω.
Πικρό ποτήρι αυτό.
Κι οι περιορισμοί στενεύουν, σαν δεν μπορώ να εκφραστώ.
Όταν κανείς δε νιώθει, αυτό που εννοώ.
Νόμιζα συν το χρόνω θα απελευθερωθώ.
Μα είμ’ ακόμα, ειμ’ ακόμα εδώ.
Στο κρύο μου δωμάτιο, παράθυρο κλειστό.
*
Ήτανε φορές που ευχήθηκα να ήταν αλλιώς.
Τα πράγματα που ήρθανε και οι επιλογές.
Να μην είμαι ευαίσθητος, να ήμουν μοχθηρός.
Σ’ αυτή τη γαμημένη ιστορία ο Κακός.
Τα μάτια έκλεισα, και πήρα μια ανάσα.
Και δεν ευχήθηκα, μα ακόμα καταριέμαι.
Μοιρολάτρης και μίζερος, δεν είμαι ‘γω αυτός.
*
 Ήτανε άνθρωποι, τη μια στιγμή.
Επόμενη δεν ήταν.
Φίλοι καλοί και εραστές.
Στις μαύρες μέρες, σαν οχιές.
Αυτοί με πόνεσαν απ’ όλα πιο πολύ.
Μια αγκαλιά στο διάβολο, που έμεινε μισή.
Μια πληγή κρυφή.
*
Ήταν ο Κώστας στα όρια.
Και κάπου χάθηκα, στο δρόμο για τη Μόρια.
Μα ρίχνω τις αναστολές στον όμορφο γκρεμό.
Κι άλλο δε μετανιώνω, για όσα πρόκειται να πω.
Ας είναι ατελές, ας είναι ποίημα κουτσό.
Σπουργίτι που πετά, πάνω απ’ το χαλασμό.
Έτσι εγώ θα ζω.

Muezza

13.4.17

Ο γάτος που περπάταγε στην άκρη του κόσμου.
Ήταν δικός μου, αφήνω το βιός μου.
Στην άκρη των υδρορροών, σ’ ένα ανέλπιστο παρόν.
Μια απέραντη ταράτσα, μόνο για να χορεύεις σάλσα.
Και στο μικρό μπαλκόνι, γεμάτο πράγματα παλιά.
Νεκρά ποντίκια στη σκάλα, κι ακόμα αγάπη στην καρδιά.
Χωρίς κιρκάδιο ρυθμό, ίσως σου άρεσε εδώ.
Στου κόσμου το κουρνιαχτό(γουργουρητό).
Τις μέρες μου τις κοιμήθηκα, για να ξυπνώ τη νύχτα.
Δίχως να φοβάμαι το σκοτάδι.
Με μάτια ημισέληνους, βλέπω πλέον καλά.
Φοβάμαι ωστόσο το νερό.
Και την παλίρροια που γυρνά, καμιά φορά.
*
Ο γάτος που πάταγε αλαφρά στις σκέψεις μου.
Έκρυβε στην άμμο του τις έξεις μου.
Σ’ ένα περβάζι ανέβηκα, να βλέπω το χαλάζι.
Μα για να φτάσουμ’ ως εδώ, όλοι, έχουμε πέσει.
Ρίχνει ακόμη: κόπιασε, σου φύλαξα τη θέση.
Έχω μια μπόρα στο μυαλό, έχεις στο γέλιο σου ηλιαχτίδες.
Κι αν ήξερες, θα έφτιαχνες, μέρες αλκυονίδες?
Σ’ αυτό τον κόσμο της βροντής(
hiss).
Το ποτήρι μου έριξα, να ζω αφυδατωμένος.
Χωρίς πια μένος.
Αν ακούσεις το κουδούνι μου, δε θα ‘μαι δεμένος.
Φοβάμαι λιγάκι τους άλλους.
Όχι το μοχθηρό, μα τον καλό εαυτό τους.
*
Ο γάτος που σουλάτσαρε στο συνειδητό.
Κάνει μια βόλτα απ’ το Παρίσι ως τη Βηρυτό.
Κάτω απ’ τα κεραμίδια θάβει τις λύπες.
Κι όταν ακούσω νιαούρισμα, θα ξέρω ότι ήρθες.
Μα μέχρι τότε, βάζω το χαλάκι ανάποδα.
Αποφεύγω τους ανθρώπους, μιλάω στα τετράποδα.
Στον κόσμο που λείπει η χαρά(μια σηκωμένη ουρά).
Δυο ψυχές φτωχότερος, ωστόσο πέντε ακόμα.
Κι αν κάτι θα σου ζήταγα, είναι λιγάκι χρώμα.
Αυτό το γκρι απόβραδο που με θερίζει.
Κι όταν χωράω πουθενά, κοιτώ το γάτο που ατενίζει.
Να γελάς μικρή μου, ξόρκισε το δράμα και τη φρίκη.
Πριν απ’ τα τριάντα μου, ζωή μου τρίτη.