Άμα δεν σφίξεις
τα δόντια, δε γίνεται ν’ αφήσεις τίποτα
πίσω σου.
Ιδιαίτερα άμα
αγαπάς ότι αφήνεις.
Τόσο που χάνεσαι,
τις ώρες που δεν έχει ύπνο για σένα.
Χάνεσαι, στα
αισθήματα σου.
Με κόμπο στομάχι.
Ευχές σαν μπαλάκια
του γκολφ, πετάς στο μπαλκόνι.
Πιο πέρα από κει
που τα περιστέρια ψάχνουν να βρουν
καλοκαίρι.
Νύχτες σαν κι
αυτές.
Δεν ξέρεις τι
να σκεφτείς.
*
Άμα δεν ανοίξει
η μύτη σου, δε θα φτάσεις ούτε μέχρι τα
μισά.
Ιδιαίτερα άμα
φοβάσαι τη σκιά.
Που άφησες σε
βεγγέρες δαιμόνων, μ’ αγγελικά φτερά.
Σκουριασμένα,
τα γόνατά σου.
Μ’ ένα μορφασμό.
Κυνηγάς ότι
έμεινε της πλημμύρας του Γκρίζου.
Πιο γέρος, μ’
ένα άσσο μπαστούνι στην τσέπη για
στήριγμα.
Νύχτες σαν κι
αυτές.
Δεν ξέρεις που
θα σε βγάλει.
*
Άμα δε μελανιάσουν
οι γροθιές, δεν μπορείς να γαληνέψεις.
Ιδιαίτερα άμα
χαμογελάς σαρδόνια.
Που σε βρίσκω
και που σε χάνω, μικρέ μου καλικάντζαρε.
Λαχτάρα, στα
σωθικά σου.
Με μια ελπίδα.
Κρατάς τη
ματαιότητα για πάρτη σου.
Πιο όμορφα τ’
αντικρίζεις όλα, σαν οι χρονιές περνούν.
Νύχτες σαν κι
αυτές.
Κατεβαίνει ο
Σελασφόρος.