Muezza

13.4.17

Ο γάτος που περπάταγε στην άκρη του κόσμου.
Ήταν δικός μου, αφήνω το βιός μου.
Στην άκρη των υδρορροών, σ’ ένα ανέλπιστο παρόν.
Μια απέραντη ταράτσα, μόνο για να χορεύεις σάλσα.
Και στο μικρό μπαλκόνι, γεμάτο πράγματα παλιά.
Νεκρά ποντίκια στη σκάλα, κι ακόμα αγάπη στην καρδιά.
Χωρίς κιρκάδιο ρυθμό, ίσως σου άρεσε εδώ.
Στου κόσμου το κουρνιαχτό(γουργουρητό).
Τις μέρες μου τις κοιμήθηκα, για να ξυπνώ τη νύχτα.
Δίχως να φοβάμαι το σκοτάδι.
Με μάτια ημισέληνους, βλέπω πλέον καλά.
Φοβάμαι ωστόσο το νερό.
Και την παλίρροια που γυρνά, καμιά φορά.
*
Ο γάτος που πάταγε αλαφρά στις σκέψεις μου.
Έκρυβε στην άμμο του τις έξεις μου.
Σ’ ένα περβάζι ανέβηκα, να βλέπω το χαλάζι.
Μα για να φτάσουμ’ ως εδώ, όλοι, έχουμε πέσει.
Ρίχνει ακόμη: κόπιασε, σου φύλαξα τη θέση.
Έχω μια μπόρα στο μυαλό, έχεις στο γέλιο σου ηλιαχτίδες.
Κι αν ήξερες, θα έφτιαχνες, μέρες αλκυονίδες?
Σ’ αυτό τον κόσμο της βροντής(
hiss).
Το ποτήρι μου έριξα, να ζω αφυδατωμένος.
Χωρίς πια μένος.
Αν ακούσεις το κουδούνι μου, δε θα ‘μαι δεμένος.
Φοβάμαι λιγάκι τους άλλους.
Όχι το μοχθηρό, μα τον καλό εαυτό τους.
*
Ο γάτος που σουλάτσαρε στο συνειδητό.
Κάνει μια βόλτα απ’ το Παρίσι ως τη Βηρυτό.
Κάτω απ’ τα κεραμίδια θάβει τις λύπες.
Κι όταν ακούσω νιαούρισμα, θα ξέρω ότι ήρθες.
Μα μέχρι τότε, βάζω το χαλάκι ανάποδα.
Αποφεύγω τους ανθρώπους, μιλάω στα τετράποδα.
Στον κόσμο που λείπει η χαρά(μια σηκωμένη ουρά).
Δυο ψυχές φτωχότερος, ωστόσο πέντε ακόμα.
Κι αν κάτι θα σου ζήταγα, είναι λιγάκι χρώμα.
Αυτό το γκρι απόβραδο που με θερίζει.
Κι όταν χωράω πουθενά, κοιτώ το γάτο που ατενίζει.
Να γελάς μικρή μου, ξόρκισε το δράμα και τη φρίκη.
Πριν απ’ τα τριάντα μου, ζωή μου τρίτη.

777

1.4.17

Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια.
Τι κάνεις?
Κίτρινα φανταχτερά, ποτισμένα με ραδιενέργεια.
Τόση που λιώνουν τα χέρια που τα κρατάν.
Όπως η ζήλια λιώνει τη μάσκα, μικρό μου Φάντασμα της Όπερας.
Ποιος μπορεί να διαφυλάξει την ομορφιά από την τοξικότητα.
Άνθρωποι ξινίζουν, με γκριμάτσες αγνώριστες τ’ αφήνουν όλα να πέσουν κάτω.
Και συ γελάς: παραμορφωμένος και κακός.
Στη βροχή των αντικειμένων, στο μάτι του κυκλώνα.
Νόμιζες πως θα βάσταγες μα.
Δε μπορείς να αγκαλιάσεις ένα κορμί από φωτιές.
Δίχως να γίνεις παρανάλωμα.
Συγγνώμη.
*
Όταν η ζωή σου δίνει κεράσια.
Τι κάνεις?
Με χρώμα κόκκινο του αίματος, στο χρώμα που έχουν οι μάρκες σαββατόβραδο.
Καθώς η ζωή χωρίς τα ρούχα της είναι τυχαιότητα.
Χτυπάς το τζάκποτ μέχρι να σπάσεις τη μύτη του.
Αφού δε φτάνει ένα ποτήρι και μια κραυγή να ξεθυμάνεις.
Χτυπάς με λύσσα έξω από καζίνο, ξυπόλητος, για πιθανότητα.
Μα κάποια πράγματα, δεν αλλάζουν, φτωχέ μου Έρικ, τα λένε γεγονότα.
Άνθρωποι θυμώνουν, με κραυγές που σε ξυπνάνε ακόμα τις νύχτες.
Γιατί, δεν ήρθαν όπως θέλανε.
Και συ μουτζοκλαίς: γκρινιάρης και παράλογος.
Νόμιζες πως θ’ ακροβατούσες στο όνειρο τους, για εκείνους μα.
Αν παγιδευτείς σ’ ένα όνειρο που γκρεμίζεται.
Πέφτεις σ’ ένα απύθμενο σκοτάδι.
Λυπάμαι.
*
Όταν η ζωή σου δίνει κενό.
Μαύρο κι απελπιστικό. 
Ρουφά την όρεξη και καίει το μυαλό.
Παράσιτα στην τηλεόραση, μιλάς και ακούς το ίδιο.
 Φωνή της Καρλότας, φωνή της Κριστίν.
Το φως είναι της ανάκρισης μα η καρέκλα σκηνοθέτη, σ’ ένα σπίτι που έχει σάρκα.
Άδειος πια, ανώφελος, ξέχασες τι ζητούσες.
Το κέικ της ματαιότητας βγαίνει απ’ το φούρνο.
Τι κάνεις?
ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΤΙ.
Ένα σταυρό στην καρδιά των βαμπίρ που αγάπησες.
Γιατί έχεις ακόμα λίγο αίμα.
Ένα βήμα ακόμα, πληγωμένο κι ίσως μ’ ένα λυγμό.
Γιατί ακόμα έχουμε δρόμο.
Ένα χαμόγελο ακόμα, ας πονά σα σπασμένο χέρι.
Γιατί ίσως δεν είναι τόσο άσχημα, γλυκό μου πρόσωπο.
*
Και δε λέω συγγνώμη πια.
Αν και με θρυμματίζει.
Ο αποχωρισμός, απ’ ότι έκανα κομμάτι του εαυτού μου.
Αυτή η δίψα για κατακερματισμό.
Ο ρόλος του φαντάσματος, που δεν είναι πάντα ωραίος.
Όταν η ζωή μου έδωσε εσένα, ήμουν ευτυχής.
Και ίσως θα ήθελα να μείνω.
Σ’ αυτό το δύσκολο ηλιοβασίλεμα.
Σ’ αυτό το μονόλογό σου.
Μα δεν έχω άλλο.
Απ’ αυτό που είχα.
-