Forestille

21.4.16

Μου είπες να σ εμπιστευτώ.
Κι έπειτα μου πες, πως δεν υπάρχουν δράκοι.
Ούτε μαγεία και στην ανάγκη, να κάνω λίγο απ’ αυτό που δε μ αρέσει πια.
Κι εγώ έμεινα αμανάτι.
Δεκαπεντάρι σε μπουρδέλο.
Ζωή χλωρίνη στο αστικό μοντέλο.
Σ’ ένα μοτέλ, ξέμεινα ρέστος και μισός.
Μίσος, σαν τις ιδέες μου.
Μισός, σαν τις κουβέντες που δεν πρόκανα να πω.
Πως μου ‘λειψες, πως αισθάνομαι έτσι ξενέρωτα.
~
Μα μη χαλιέσαι, υπάρχει μελό όσο το ζητάς.
Τζάμπα δράμα, κάπου στο βάθος, τραύμα.
Κάποιος είπε πως η Ιθάκη, ίσως βυθίστηκε παλιά.
Κι αυτή που έμεινε να βρεις, θε να μη μοιάζει σε καμία.
Συμβιβασμός, στα μάτια του Αρμαγεδδώνα.
Κι ότι κράτησα όμορφο ήταν μονάχα εικόνα.
Αλίμονο, ειν’ όμορφο ακόμα.
Οι χάρτινοι μου ήρωες, ποιήματα για σένα.
Κι αυτά ακόμα κάηκαν, δωμάτια μοιάζουν ξένα.
Τα μάτια μου ατενίζουν το πουθενά, σα σκουριασμένα τρένα.
Όσο κι αν κόψεις τη φαντασία μου.
Σαν Προκρούστης σε κέφια, καινούργια μαχαίρια.
Συνεργάσου, συμμορφώσου.
Κι αν αυτό δεν τους αρκεί, άλλαξε το ποιόν σου.
~
Όχι.
Αρνούμαι.
~
Εγώ πιστεύω. 
Πως υπάρχουν δράκοι.
Πως πονά ο έρωτας, όχι η στηθάγχη.
Πορεία προς την Ιθάκη.
Σα τη μαγεία που την τρώει το σαράκι 
Με όλο το σέβας, δεν κάνω κρατεί
Τη συμπόνια σου στάχτη, το κορμί μου αδράχτι. 
Πλέξε μέσα μου το αντίπερα αν δε φοβάσαι.
Κι εκεί που αγάπη ακούμπησες εκεί μονάχα θα σαι
Ο ουρανός που κοιτάς το φέγγιστρο, τ’ αστέρια ‘ναι δικά σου
Χόρεψε στο σέλας με τ αστέρι της αυγής κι ύστερα χάσου
Τα λόγια που τα πίστεψα, είπες χωρίς γκριμάτσα.
Τα λόγια σου τα ψεύτικα, μια τελευταία στάντζα.
Λες πως είμαι ανόητος, στο τσίρκο μου μονάρχης.
Συ που τα ισχυρίζεσαι, θαρρείς πως τάχα
Υπάρχεις?


WarFlower

8.4.16

Στη Βαγδάτη ένας πωλητής, δίνει βόμβες μισοτιμής.
Αυτές που έχουν μέσα πέταλα, μισά, σα κομφετί.
Αμυγδαλιά, τριαντάφυλλo και γιασεμί.
Να γεμίζει ο ουρανός χρώμα ν’ αγαλλιάς και να σε σκιάζει.
Μα ο κόσμος δεν αγοράζει.
Πλέον μπαρούτι μίσος και ναπάλμ.
Πυρηνικός χειμώνας, άγρια τα πρόσωπα.
Έχει καιρό να βρέξει στις άγονες καρδιές.
Σκόνη στ’ αγγεία κι εγώ κάστρα στις αμμουδιές.
Ποιος ερωτεύεται σήμερα.
Λουλούδι σε χαράκωμα.
Κι αυτός ο πόλεμος να σου πω πριν τη θύελλα.
Δεν άρχισε ποτέ.

Στην Παλμύρα ένα κορίτσι χαμογελά όπως ο ήλιος.
Έχει αχτίδες σε πανέρι.
Κείνες που ζεσταίνουν τα σώψυχα.
Σου θυμίζει πως μπορεί μια μέρα να ξεφύγεις απ’ την πίκρα.
Να γυμνωθείς κάτω απ’ τ’ άλικο μάτι της Μεσογείου.
Ν’ αφήσεις μπαγκάζια κι αυτή την κατάθλιψη.
Να στεγνώσουν τα δάκρυα.
Αλάτι νόστιμο.
Μα ο κόσμος είναι μουντός.
Ανασφαλή σύννεφα γελούν είρωνες, ενώ η υγρασία τρυπά τα γόνατά σου.
Κι εσύ δε μιλάς για τα τέρατα, μονάχα για σημεία, αφήνεις τα σημαντικά.
Αφήνεις τα λουλούδια στο βάζο, παίρνεις εφημερίδα.
Σήμερα διάβασα πως το κορίτσι ξεμυάλισε ένας στρατιώτης.
Γιατί ο πόλεμος, ο πόλεμος δεν αλλάζει.
Δεν άλλαξε ποτέ.

Στο Μόδι μια γυναίκα αλλάζει τη μοίρα.
Κάτω απ’ τις τέντες, τις τυχερές γραμμές.
Χαράζει στα χέρια, δίχως ν’ ακούει αυτό που λες.
Στην πιο μεγάλη σου γκίνια, διώχνει τα σύννεφα.
Κοιτώντας σε κατάματα, σε κάνει να ξεχνάς.
Τις μαυρίλες, γκρίνιες που τσαμπουνάς.
Έπειτα, χαζεύεις τα αστέρια σα να ‘ναι εκρήξεις.
Που έγιναν κάποτε, κάπου μακριά.
Στη φαντασία νεφελώματα, όμορφα χρώματα.
Ανθίζουν τα λουλούδια, πάνω απ’ το χαλασμό.
Καίω τη ντουλάπα που είχα κρύψει το σκοτάδι μου.
Μαύρος καπνός ουρλιάζει, τρομάζει τα σκυλιά.
Τα παράθυρα τρίζουν, σα να προσμένουν την αυγή.
Να ξυπνήσει όμορφη από τις στάχτες.
Άκουσες ποτέ για τον Αυγερινό και την Πούλια?
Μιλά για τον πόλεμό μας, να είμαστε ευτυχείς.
Ακόμα κι αν δεν το ‘μαθε κανείς.
Εκείνος δεν τέλειωσε.
Έχουμε δρόμο, γλυκιά μου.