Sonshō

1.4.19

Οι λέξεις μου είναι φτωχές.
Και δε φτάνουν ποτέ.
Να καλύψουν τις ζημιές που έγιναν.
Να ράψουν τις πληγές.
*
Μα οι άνθρωποι.
Που βαδίζουν την κοιλάδα.
Κι αναπνέουν το σκοτάδι.
Ξημερώνουνε το αύριο.
*
Οι κουβέντες μου είναι τόσο λίγες.
Και δεν μπορούν.
Να σε βγάλουν απ’ τα συντρίμμια.
Δεν είναι μάγια, απλά προτάσεις και κλάμματα.
*
Τα πρόσωπα, ωστόσο.
Όσων έζησαν το χαμό.
Μέσα από τις φλόγες εισχωρούν.
Σαν υδροπλάνα στην πυρκαγιά.
*
Αφού αδειάσουν το φορτίο.
Αφού πουν αντίο.
Μένουν σε μια στάχτη, ολοδική τους.
Μ’ ακόμα ξυπνάνε το πρωί.
*
Και δε μπορώ μ’ αυτά τα λόγια να βοηθήσω.
Με μια βραχνή φωνή, μια δίψα να καταλάβω.
Εγωιστικά αν μπορούσα, να ένωνα.
Τα κόκκαλα που σπάνε.
*
Όμως τα μάτια τους.
Αυτοί οι πλανήτες της λύπης.
Κοιτούν πέρα από μένα.
Εκεί που ίσως θα έπρεπε να κοιτώ.
*
Αυτά τα συναισθήματα, στη χούφτα κάρβουνα.
Οι συζητήσεις ξυράφια.
Ισορροπίες λεπτές.
Σα να χορεύεις μπαλέτο, σ’ ένα ναρκοπέδιο.
*
Κι ας είναι ανύμπορες, τις χρησιμοποιώ.
Κάθε μου λέξη, κάθε χαζή μου γκριμάτσα.
Ότι μπορούν τα δυό μου χέρια.
Και το ελάχιστο, που κατανοώ.
*
Κι όταν δεν έχω άλλα να πω.
Καμιά φορά προσεύχομαι.
Ελπίζω.
Οι άνθρωποι τούτοι να χαμογελάσουν πάλι.
Να είναι εντάξει.
*
Αυτό που συνεχίζεται.
Άλλοι το λεν στεγνά, ζωή.
Ο αδερφός μου το λέει
Το Κυνήγι της Ευτυχίας