Heavy

26.1.16

Ξύπνησε για δεύτερη φορά, περπατώντας.
Κι ήταν ο δρόμος επαναλαμβανόμενος.
Η διαδρομή, ένα τέλμα μόνη της.
Ένας μικρός, ρομαντικός θάνατος.
Δε θυμόταν να βαδίζει, μα.
Μια ριπή κρύο κίνησε τα μέσα του.
Σαν ουρλιαχτό βραχνό, από ένα λαιμό γεμάτο δέντρα.
Σαν αλύχτισμα-ένα πλάσμα δίχως όνομα.
Κοίταξε τα πόδια του, μοιρολατρικά.
Μια ψιλή βροχή ,κέντημα στο παλτό του-χλωμά αστέρια στη λάμψη λίγων watt.
Πως είχε φτάσει εδώ.
Δεν φάνταζε να έχει σημασία.
Ούτε αυτή η χαλικόστρωτη φλέβα, που θελε να τον πάει.
Δεν είναι το που, είναι το πως.
Που φάνταζε σαν γκάζι ανοιγμένο στην εθνική.
Σαν εικόνα πίσω απ το καπνισμένο γυαλί του Πόε, (ω Χώρα Των Ονείρων!).
Σαν αυτόχειρας κωμικός που ‘χε χαράξει πάνω του.
Σινιάλα σ έναν άγνωστο θεό.
Σ ένα δικό του. 
Δικό του, Όπως ένιωθε τα τσιγάρα που φώλιαζαν στην τσέπη.
Σκέψεις κτήμα του, πυρετικές.
Λαβύρινθος.
Είχε σταματήσει να σκέφτεται το που.
Σχεδόν ακόμα και το ποιος.
Τα πρόσωπα χάνουν τα χαρακτηριστικά τους.
Σε περιτριγυρίζουν άμορφοι.
Αόμματοι, χωρίς αγάπη ή νόστο.
Μετά από ένα σημείο χάνουν οι ερωτήσεις το νόημα τους.
Και βουλιάζεις στο συναίσθημα.
Βουλιάζεις σε σένα κι από κει φίλος, δύσκολα κάποιος θα σε τραβήξει.
Ξάφνου σταμάτησε.
Τον άρρωστο ειρμό, μα και τα βήματα του.
Έκατσε σ ένα παγκάκι.
Μεταλλικό, με δώρο τέτανο.
Έβγαλε μηχανικά το πακέτο.
Ζαρωμένο, λυπηρός μεροκαματιάρης που περιμένει σύνταξη. 
Φύλαγε ακόμα μερικά τσιγάρα.
Με τη λεζάντα του, φθαρμένη.
Περασμένα μεγαλεία.
Τράβηξε ένα με το στόμα.
Του βάλε φωτιά, να ξορκίσει το κακό.
Τράβηξε.
Κι έπειτα έκλαψε, σιδερένια δάκρυα.
Μικροί λυγμοί, που τους σιχαίνονταν.
Μα ήταν εντάξει.
Δεν ήθελε πια να ερμηνεύει.
Να ψάχνει.
Αυτή η αναζήτησή για διαμάντια στα σκατά, νισάφι.
Το σβήσε με το πόδι.
Όπως τα πάθη του.
Αφού το μάτι του εξαπτέρυγου λένε πως δε σ’ αφήνει.
Στο σκοτάδι και στ’ αγκάθια.
Στο δίλημμα που πάντα έρχεται.
Στο σταυροδρόμι μ’ ανοιχτά χέρια, εκείνη τη μέρα που ήταν όλα γκρίζα.
Διάλεξε να ζήσει.
Ν’ αναπνέει τη στάχτη και να βαδίζει τη σιωπή.
Ας ήταν ολομόναχος κι οι άλλοι όλοι μαζί.
Είτε κομεντί, είτε δράμα ταινία.
Ήταν ζωντανός, κι αυτό είχε σημασία.