Mantra

5.2.18

Ήτανε μέρες που δεν ήθελα να γράψω.
Ήθελα να τα αφήσω γι’ αύριο.
Ήθελα να κοιμηθώ.
Έναν ύπνο λυτρωτικό.
Κι όταν ξυπνήσω να είναι εντάξει.
Μα δεν ήταν εντάξει.
Κι ο δαίμονας μου ντύθηκε το πιο φίνο μετάξι.
*
Ήτανε νύχτες που δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Ήθελα να αφήσω το μυαλό μου στην τοστιέρα να ψηθεί.
Ήθελα να καεί.
Στις σκέψεις που με στοιχειώνουν εσαεί.
Να βρεθεί ένα ήσυχο τέρμα.
Μα δεν υπήρχε τέρμα.
Με βουλωμένα μάτια, πρωταθλητής στο τέλμα.
*
Ήτανε λέξεις που δεν τόλμαγα να πω.
Πικρό ποτήρι αυτό.
Κι οι περιορισμοί στενεύουν, σαν δεν μπορώ να εκφραστώ.
Όταν κανείς δε νιώθει, αυτό που εννοώ.
Νόμιζα συν το χρόνω θα απελευθερωθώ.
Μα είμ’ ακόμα, ειμ’ ακόμα εδώ.
Στο κρύο μου δωμάτιο, παράθυρο κλειστό.
*
Ήτανε φορές που ευχήθηκα να ήταν αλλιώς.
Τα πράγματα που ήρθανε και οι επιλογές.
Να μην είμαι ευαίσθητος, να ήμουν μοχθηρός.
Σ’ αυτή τη γαμημένη ιστορία ο Κακός.
Τα μάτια έκλεισα, και πήρα μια ανάσα.
Και δεν ευχήθηκα, μα ακόμα καταριέμαι.
Μοιρολάτρης και μίζερος, δεν είμαι ‘γω αυτός.
*
 Ήτανε άνθρωποι, τη μια στιγμή.
Επόμενη δεν ήταν.
Φίλοι καλοί και εραστές.
Στις μαύρες μέρες, σαν οχιές.
Αυτοί με πόνεσαν απ’ όλα πιο πολύ.
Μια αγκαλιά στο διάβολο, που έμεινε μισή.
Μια πληγή κρυφή.
*
Ήταν ο Κώστας στα όρια.
Και κάπου χάθηκα, στο δρόμο για τη Μόρια.
Μα ρίχνω τις αναστολές στον όμορφο γκρεμό.
Κι άλλο δε μετανιώνω, για όσα πρόκειται να πω.
Ας είναι ατελές, ας είναι ποίημα κουτσό.
Σπουργίτι που πετά, πάνω απ’ το χαλασμό.
Έτσι εγώ θα ζω.