Reaper

7.10.16

Να φοβάσαι το Θεριστή.

Το μίσος μου, βυθός απέραντος.
Μ οδήγησε σ ατραπούς που καίγανε σα ναπάλμ.
Κι έμαθα, ω ναι
Πως να δαγκώνω τα φίδια, πέπτοντας το φαρμάκι.
Να χορεύω τις φωτιές, να μιλάω το σκοτάδι.
Κι είδα ανθρώπους ταριχευμένους από αισθήματα με κόγχες κενές
Έχασα το κλειδί που χα φυλάξει, το μικρό μου νόημα.
Σ ένα κεφάλι που έβρεχε μονίμως, περπατούσα στη βροντή.
Ήταν η νύχτα η πιο πυκνή, τότε που ονειρεύτηκα.
Σ ένα καθρέφτη σπασμένο είδα

Ο θεριστής δεν είχε πρόσωπο
Μονάχα ένα μανδύα που ανέμιζε.
Στο χρώμα του κενού 
Ατενίζοντας από ένα ξέφωτο.
Κτίσμα απόμακρο που είχε γύρω λίμνη.
Κι όπως ο νους μου,αιώνια καταιγίδα 
Ο πύργος που βλέπε, συνέχεια γκρεμιζόταν
Καθώς φτιαγμένος από πλίνθο κ πέτρες, δεν άντεχε τις αστραπές.
Έπειτα κουρασμένος, σηκώνεται.
Κάθε φορά, πιο δύσκολα.
Ώσπου.
Ο ακατανόμαστος τον ευλόγησε με μια κατάρα.
Να αντέχει.
Κι ο πύργος γυάλινος πια, φορά τον κεραυνό για διάδημα.
Τα μαύρα σύννεφα για ρούχα, έχει.
Έπειτα η φιγούρα με κοίταξε επίμονα.
Μάτια κάρβουνα του χάους.
Λες κι ήμουν εγώ ο

Ξύπνησα σ ένα παράθυρο ανοικτό, μ άνεμο στο πρόσωπο 
Η μέρα που χάραξε ξέπλυνε τους εφιάλτες
Μια Ηλιαχτίδα τρύπησε το δώμα του νου, ζεσταίνοντας με.
Σ ένα ντουλάπι σκονισμένο κι ασιδέρωτο βρήκα το νόημα πάλι.
Χέρια μ αγκάλιασαν κι ένωσαν τα κομμάτια 
Ακούγοντας το φως, σωπαζοντας το χτήνος
Πως να γράφω το αίμα μου χαράζοντας πορεία.
Το γνώρισα καλα.
Στο μονοπάτι που πάει μέσα απ το ρήγμα, στο μούχρωμο ορίζοντα.
Με την αγάπη μου, θάλασσα πλατιά λευκή.


Μη φοβάσαι το Θεριστή.

Ablaze

26.9.16

Δώσε μου λίγη από αυτή την αγάπη που έχεις, στο πακέτο απ’ τα τσιγάρα σου.
Κι ύστερα άσε με σα φωτοβολίδα στο τυφλό, αφιλόξενο κενό.
Στη σκέψη σου, Προμηθέας κι Εωσφόρος.
Θα φτάνω σε άγνωστα βάθη, βρίσκοντας νέες λέξεις.
Έτσι, θα σ αγαπάω πιο πολύ.
Κοίτα.
Τα τέρατά μας παίζουν ήσυχα στο Σκοτάδι.
Εμπιστεύσου με, έχω το χάρτη Του στην πλάτη μου.
Χαραγμένο, σαν τον πιο όμορφο ήλιο που βγαίνει στα μάτια σου.
Από την άγρια, αδάμαστη θάλασσα.
Όπως οι ξέμπαρκοι χαζεύουν τις καραβέλες, σε θωρώ.
Πίνοντας το κάτι τι τους.
Ζούμε σε πόλεις που δε θα δεις ποτέ σε ονείρωξη.
Με σώματα μικρά από πλαστικό.
Που θέλουν, μα δε μπορούν πια να κρυφτούν.
Από τον Όργουελ και τη ραδιενέργεια.
Μα, νιώθω τις φλέβες μου, ρίζες αρχέγονες να με τραβούν σε σένα.
Στο μύχιο χαμόγελό σου.
Σ’ έχω μέσα μου: μια όμορφη κοπέλα στο μουσικό κουτί.
Η άγρια φύση σου λειαίνει τις αιχμηρές άκρες.
Τον τραυματικό εαυτό.
Πλευρές του Παλιανθρώπου.
Σ’ έχω μέσα μου, ακούω τη μελωδία.
Δώσε μου λίγη απ’ την αγάπη που σκοτώνει τη χολέρα.
Κι έπειτα άσε με να φωτίσω.
Σα σινεμά στην Αλεξάνδρεια, κοντά στο σταθμό των τρένων.
Με μάτια ορθάνοιχτα, κοιτιόμαστε.
Ως που απ’ το μπαλκόνι φυσά.
Ούριος άνεμος, πανιά που εγκυμονούνε ταξίδια.
Μέχρι εκεί που τα κύματα χύνονται.
Μέχρι το μουσικό κουτί μου να πάψει να γρυλίζει.
Η αλαβάστρινη κοπέλα θα χορεύει.
Εμπρός.
Νίνα, Πίντα, Σάντα Μαρία.
 Δώσε μου λίγη απ’ την αγάπη που γλυκαίνει το σύμπαν.
Κι όσες φορές γκρεμιστώ, χαθώ στα κύματα.
Πάντα θα χτίζομαι ψηλότερα, με κεραυνούς στους ώμους.
Ίσα να φτάνω στο παραθύρι και να φιλώ το χέρι σου.
Έτσι θα σ’ αγαπώ.

Judas

9.9.16

Τα ποπκόρν πετάγονται σαν τρελά μέσα στο μικροκυμάτων.
Σα δημοσιουπάλληλοι στην κρίση των πενήντα.
Εγώ κύριε; Εγώ κύριε;

Το προδοτικό βούτυρο που σε σκοτώνει με τους Ρωμαίους υδατάνθρακες.
Ποιος κατοικεί στην πραγματικότητα σου.
Τις ώρες που λείπεις στη δουλειά κι υφαίνουν οι αράχνες.
Όταν η μηχανή είναι στο ρελαντί, κι όλα είναι εικόνες.
Της εικόνας.
Που θυμάσαι.
Γιατί κανείς δε ζει τη συνειδητότητα.
Μονάχα τα ποπκόρν που τινάζονται σα πυροτεχνήματα, σα πόδια κρεμασμένου.
Όλοι είμαστε απασχολημένοι με το να ξύνουμε τον καβάλο μας, εκει που μας παίρνει.
Λησμονούμε ομως, το χρώμα και τη μουσική.
Και τους ανθρώπους που μας ράβουν όταν είμαστε κομμάτια.
Το κρασί έχει γεύση σαν τσίσα άρρωστης γάτας, κάπου στο Λυκαβηττό.
Κάνει ραπέλ στον ουρανίσκο, δεν έχει κάτι άλλο να πιεις.
Και χτυπά το συκώτι σου σα μουσάτος ξυλοκόπος με μπράτσα μες τα τατού.
Ποιος γυρνά στο μυαλό σου.
Όταν βγάζεις την μπρίζα.
Κι ένας πανανθρώπινος αυτόματος πιλότος μας τσουγκράει και μας φιλιώνει.
Γιατί κανείς δε σκέφτεται σε βάθος.
Μονάχα τοξικά ρηχά νερά, και λίγοι κώλοι απ την ξαπλώστρα.
Μονάχα το κρασί σκέπτεται πως θα ταν καλύτερα να χει μέσα του ένα καράβι, η ένα χάρτη θησαυρού.
Όλοι είμαστε πολύ μεθυσμένοι για εξυπνάδες.
Ξεχνάμε ωστόσο τη νηφαλιότητα.
Την έννοια της υγείας.
Και όλες εκείνες τις φορές που γλίτωσες, καθίκι.
Τα τσιγάρα καίγονται σα σούπερ νόβες.
Λες και οι κου κλουξ είναι σε φάση αμόκ.
Κι ο καπνός παραπλανά, ίσως πιότερο απ το σκότος.
Ποιος σφίγγει την καρδιά σου.
Όταν η νάρκωση και το μούδιασμα φεύγουν και μένει αυτός ο λεπτός και συνεχής σαν τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Πόνος.
Και η αυτοκαταστροφική κουκαράτσα τρώει το μέσα σου, πικρή χολή ξερνάς και μικροπρέπεια.
Γιατί κανείς πια δεν αισθάνεται τον Άλλο.
Μονάχα το ντράμα μας σ όλο το μεγαλείο, σε πρώτη προβολή.
Μονάχα το τσιγάρο αισθάνεται το πέρας- τρέμει να σε κάψει και ντρέπεται τη στάχτη του.
Γιατί όλοι δεν έχουμε χρόνο για τα προβλήματα του άλλου.
Τον καθρέφτη της Έριζεντ.
Το mea culpa σ άλλη σάρκα.

Και εκεί κάπου ανάμεσα, της σάρκας και της φλούδας.
Φαινόμενο της Πεταλούδας.
Γεννιέται ο Ιούδας.

Trains#2

6.9.16


Από τα σκοτεινά, τρένο.

Το τζάμι καθρεφτίζει τον προορισμό, εσένα.
Από το τούνελ, φως.
Ο αργός ρυθμός απ τις ρόδες σε νανουρίζει.
Για να ξυπνήσεις και να διαπιστώσεις πως είσαι ζωντανός.
Κι αυτό είναι εντάξει.
Όπως και όλα τα σημάδια σου, όλα τα σχέδια απόδρασης από τη φυλακή.
Όλα έχουν την ομορφιά που τους δίνεις- αυτή τη γλυκιά γεύση του παλέματος.
Οι ράγες απλώνονται σα φλέβες στο λεκανοπέδιο.
Η αγγείωση του τέρατος που στοργικά μας κρατά στην αγκαλιά του.
Μέχρι να βρεις τον αφαλό της γης και πίσω να γυρίσεις.
Έχεις χρόνο.
Σ αυτές τις άγριες ανάσες να χαθείς.
Τις νύχτες που τέλος δεν βρίσκουν ,με τους ανθρώπους π αγαπας.
Και να χαρείς, δεν είναι αμαρτία.
Σ αυτή τη βροχή της στάχτης να χαμογελάσεις.
Τουλάχιστον μορφάζοντας.
Σαν τον Αρμαγεδδώνα τον ίδιο.
Καβαλάμε ένα τρένο, και είμαστε τρελοί.
Κι αν στη Ζωή κάνουν καμάκι δυο άντρες, ο Θάνατος πίνει ποτά πίσω στο μπαρ.
Κι όλη η αγάπη που 'χω δε χώρα σ ένα βαγόνι.
Γι αυτό αν έχετε όπλα και θε να μου πάρετε τι έχω.
Ελάτε.
Ελάτε με κακό και με μανία.
Γιατί απ αυτό που θέλετε, πάντα θα έχω κι άλλο.
Το τρένο τρέχει, σα φωτοβολίδα.
Μας κουβαλά κάπου μα ακόμα δεν κατάλαβα.
Τι ζει μες το σκοτάδι.
Το μόνο που με νοιάζει, είναι να μ αγαπάς

MIA

14.8.16

Απ’ όλα , μου λείπει πιο πολύ αυτό.
Και κοντεύω πια να το ξεχάσω.
Δεν ήταν οι άνθρωποι.
Δεν ήταν το μέρος.
Δεν ήταν τα σύρματα.
Ούτε τα τέσσερα χρόνια μου στο βρόντο.
Εκείνο τον κύκλο των επεισοδίων που κανείς δε βγάζει νόημα.
Το απόσταγμα της μοναξιάς με λυκίσκο,
Ακόμα έχω καπάκια στα κλειδιά.
Ακόμα περπατάω στραβά, μα.
Ήταν οι στιγμές.
Που έζησα κι έχω την τύχη του διαβόλου.
Ήτανε το μαύρο χαρτί, το μοίρασμα του ρόλου.
Χωρίς μυαλό, μα ένστικτο.
Δίχως εύνοια, μα φίλους.
Αδέρφια στην κόλαση.
Δεσμά που σε μαρκάρουν, σίδερο πυρωμένο στα πισινά.
Ήταν στο ίδρυμα κραυγές.
Τα χέρια που με κράτησαν.
Από το σάλτο στην παραφροσύνη.
Σαν την Κυρά Φροσύνη, μια λίμνη τα ποτά.
Όντας ένα κομμάτι κείκ μαύρο χιούμορ.
Με μέλαινα χολή.
Χτικιό.
Γνώρισα τον οπτιμισμό.
Και το ρεαλισμό.
Δυο ματιές.
Διαφορετικές.
Ήταν οι μουσικές.
Τόσο δυνατές, που ακόμα ανατριχιάζω.
Αυτοδίδακτος και πάντα λάθος.
Ωστόσο είχαμε πάθος, κι αν κάτι ήτανε να μάθω απ’ όλα αυτά.
Ήταν πως υπήρχε κάτι που άξιζε.
Να περιμένεις, να ζεις.
Ήταν οι νότες της ψυχής.
Κι οι φίλοι που θα δεις.
Αποϊδρυματοποίηση, έγινα κρύα γαλοπούλα.
Νέος κύκλος κόλασης, μα τα σημάδια μένουν.
Μα κάτι από τότε λείπει.
Δεν το θυμάμαι πια.

Ωστόσο αστειέυομαι, για δε ξεχνιούνται αυτά.
Αναπνέουν, όσο χτυπά καρδιά.

Θυμόσαστε παιδιά?

CapeofStorms

5.8.16

Το πάνω χείλος ματώνει.
Κι έχω τσιμέντο στα πόδια.
Τα σύννεφα φέραν χιόνι.
Τελειώσανε τα δάκρυα, μα όχι και τα ξόδια.
*
Σ’ ένα λιμάνι με στριμώξανε.
Εκείνο της Καλής Ελπίδας.
Ήταν πολλοί και γω ‘μουν ξύπνιος, ναι.
Τραγούδια όσα έζησα, αυτά της καταιγίδας.
*
Ποιος είναι εκεί, και ποιος αξίζει, την ώρα της βροντής.
Έχω ονείρατο άγριο, μα δε θα σας το πω.
Είχα μια λίστα και στάχτη έκαμα: φίλοι και συγγενείς.
Το άστρο της Penumbra, κακό σημάδι στο μυαλό.
*
Άγριες σκέψεις, απ’ αυτές που δε θ’ αντέξεις.
Φαντασιώσεις, αυτόν που πιότερο ‘γαπάς θα μαχαιρώσεις.
Γι’ αυτό στο λέω, μην κλειδωθείς στο μυαλό μου.
Για θα βρεθείς μοναχός, με τ’ ασυνείδητό μου.
*
 Κι αν έχεις εντόσθια, σπρώξε με στη σανίδα.
Αλλιώς, κάμε τη χάρη και σε μας, κι ως το διάολο πήδα.
Αφού έχω την κατάρα μου, κι εκείνη δεν αλλάζει.
Μάζεψε το χνώτο σου, στόμα φαρμάκι βγάζει.
*
Μ’ έφερες στα όρια, κοντά στην αποβάθρα.
Θες να αλλάξω, αλλιώς να ζήσω, μα να σου εξηγήσω:
Θα πλεύσω πως κάνει το κέφι μου, σ’ ετούτη εδώ τη χάρτα.
Κάνε δουλειά και κράτα την πορεία σου, για θα σε ναυαγήσω.
*
Φτύνω χάμω το αίμα.
Και ‘χω πια βήμα λεύτερο.
Θα φτάσω μέχρι το τέρμα.
Ένα γλυκό ανέσπερο.

DeepSleep

5.7.16

Χθες βράδυ, είδα στα βλέφαρά σου.
Θάλασσες που δεν τελειώνουν, ωκεανούς.
Κυμάτιζαν σαν τα μαλλιά σου.
Κι ήσουνα όμορφη, ακούς?
*
Έχω μια αγάπη για το δρόμο και μια φτηνή κιθάρα.
Χιούμορ χωρίς διακόπτη, τη λογική μου, αίρεση.
Είναι τα χέρια μου ευχές και το μυαλό κατάρα.
Ένα πρόσωπο πνίγεται και γελά, στις όχθες του Tennessee.
*
Κι ενώ τα είδες όλα αυτά, μου γέλασες.
Θα ήθελες να δούμε που φτάνει η τρύπα του Λαγού?
Ένα σφηνάκι που καίει νου με κέρασες.
Κρατώντας ένα μπαλόνι που φτάνει το μπλε του ουρανού.
*
Χρόνια χαμένος, μα τα σημάδια σου καλοί οιωνοί.
Ξέμπαρκος καπετάνιος, έχει σημαία του, τα ρούχα σου, μετάξι.
Δυο μάτια φάροι, σ’ έναν ορίζοντα γκρι.
Κι όταν έχω τη σκέψη σου, όλα είναι εντάξει.
*
Κορίτσι όμορφο, με το ξανθό κεφάλι.
Θα ήθελες να μάθεις αν η υδρόγειος έχει τέρμα?
Rehab απ’ το αλκοόλ, εσύ είσαι το μπουκάλι.
Ένα φιλί αγκαλιά, στου ήλιου το γέρμα.
*
Έχεις μια θέληση ανίκητη, που περπατά εμπρός.
Ένα γέλιο γάργαρο, συναίσθημα πυξίδα.
Είναι η χάρη σου βάλσαμο, και ο θεός βοηθός.
Ενώ ονειρεύομαι ταξίδια.
*
Χθες τη νύχτα, είδα στα σφαλιστά σου μάτια.
Έναν ορίζοντα που ήτανε το μέλλον.
Ίσως για μια φορά, να ενώνω τα κομμάτια.
Κι όταν ξυπνάς και χασμουριέσαι, ανατέλλω. 

HomeCome

3.5.16


Όμορφη βροχή, έρχεται.
Σύννεφα τραμπολίνα, παίζουν τα παιδιά.
Κι η γη λεχώνα, ήσυχη.
Στα στοιχειωμένα λατομεία, μόνο η σκόνη μάρτυρα πως υπήρχαν άνθρωποι.
Οι πολιτείες είναι πια μακριά μας. 
Βλέπουν άλλες μεριές,πίσω από δέντρα που δεν ξεχωρίζεις.
Δεν προσδιορίζεις κι όνομα δεν τους δίνεις.
Είναι μονάχα, πράσινα.
Οι στήλες του ηλεκτρισμού στέλνουν σήματα πως ερχόμαστε, πως πάμε.
Πως είμαστε ακόμα εδώ.
Ίσως απομακρυσμένοι, ίσως ασυγκίνητοι.
Μα η θέρμη των χωμάτων, η ευγένεια τ ουρανού μας συγχωρεί.
Τα πάθη μας, για μια γεύση νόστου.
Τα πάνελ κατσουφιάζουν, οι αχτίδες πετούνε νότια.
Κι οι ανεμόμυλοι περιμένουν το Ροσινάντε ακίνητοι και γερασμένοι.
Μια σταγόνα πέφτει μοναχή, τόσο θαρραλέα.
Σ ένα άγνωστο, άγνωστο μέρος.
Γριά ελιά την πιάνει πριν το έδαφος.
Γελά μ ένα χαμόγελο εκατό χρόνων.
Γελά στους ουρανούς κι εκείνοι ανοίγουν τις πανάρχαιες βαλβίδες.
Το δάσος χορεύει τραγουδώντας την ψιθυριστή γλώσσα.
Η σκόνη κατακάθεται σαν εξέγερση.
Κάτω από σκέπαστρα διοδίων, ήχοι κυμβάλων.
Κυματισμοί που απορείς μέχρι που φτάνουν.
Πληροφορίες, δεδομένα ,πινακίδες στο πουθενά.
Ο ήλιος φεύγει απ τη σκηνή, παίζοντας κουρασμένος τα κλειδιά του.
Σκουριά μες τη βροχή, όσα θυμόμαστε, κι όσα ξεχνάμε πάντα.
Μουντός παράδεισος.
Γυρνάω σπίτι.

Forestille

21.4.16

Μου είπες να σ εμπιστευτώ.
Κι έπειτα μου πες, πως δεν υπάρχουν δράκοι.
Ούτε μαγεία και στην ανάγκη, να κάνω λίγο απ’ αυτό που δε μ αρέσει πια.
Κι εγώ έμεινα αμανάτι.
Δεκαπεντάρι σε μπουρδέλο.
Ζωή χλωρίνη στο αστικό μοντέλο.
Σ’ ένα μοτέλ, ξέμεινα ρέστος και μισός.
Μίσος, σαν τις ιδέες μου.
Μισός, σαν τις κουβέντες που δεν πρόκανα να πω.
Πως μου ‘λειψες, πως αισθάνομαι έτσι ξενέρωτα.
~
Μα μη χαλιέσαι, υπάρχει μελό όσο το ζητάς.
Τζάμπα δράμα, κάπου στο βάθος, τραύμα.
Κάποιος είπε πως η Ιθάκη, ίσως βυθίστηκε παλιά.
Κι αυτή που έμεινε να βρεις, θε να μη μοιάζει σε καμία.
Συμβιβασμός, στα μάτια του Αρμαγεδδώνα.
Κι ότι κράτησα όμορφο ήταν μονάχα εικόνα.
Αλίμονο, ειν’ όμορφο ακόμα.
Οι χάρτινοι μου ήρωες, ποιήματα για σένα.
Κι αυτά ακόμα κάηκαν, δωμάτια μοιάζουν ξένα.
Τα μάτια μου ατενίζουν το πουθενά, σα σκουριασμένα τρένα.
Όσο κι αν κόψεις τη φαντασία μου.
Σαν Προκρούστης σε κέφια, καινούργια μαχαίρια.
Συνεργάσου, συμμορφώσου.
Κι αν αυτό δεν τους αρκεί, άλλαξε το ποιόν σου.
~
Όχι.
Αρνούμαι.
~
Εγώ πιστεύω. 
Πως υπάρχουν δράκοι.
Πως πονά ο έρωτας, όχι η στηθάγχη.
Πορεία προς την Ιθάκη.
Σα τη μαγεία που την τρώει το σαράκι 
Με όλο το σέβας, δεν κάνω κρατεί
Τη συμπόνια σου στάχτη, το κορμί μου αδράχτι. 
Πλέξε μέσα μου το αντίπερα αν δε φοβάσαι.
Κι εκεί που αγάπη ακούμπησες εκεί μονάχα θα σαι
Ο ουρανός που κοιτάς το φέγγιστρο, τ’ αστέρια ‘ναι δικά σου
Χόρεψε στο σέλας με τ αστέρι της αυγής κι ύστερα χάσου
Τα λόγια που τα πίστεψα, είπες χωρίς γκριμάτσα.
Τα λόγια σου τα ψεύτικα, μια τελευταία στάντζα.
Λες πως είμαι ανόητος, στο τσίρκο μου μονάρχης.
Συ που τα ισχυρίζεσαι, θαρρείς πως τάχα
Υπάρχεις?


WarFlower

8.4.16

Στη Βαγδάτη ένας πωλητής, δίνει βόμβες μισοτιμής.
Αυτές που έχουν μέσα πέταλα, μισά, σα κομφετί.
Αμυγδαλιά, τριαντάφυλλo και γιασεμί.
Να γεμίζει ο ουρανός χρώμα ν’ αγαλλιάς και να σε σκιάζει.
Μα ο κόσμος δεν αγοράζει.
Πλέον μπαρούτι μίσος και ναπάλμ.
Πυρηνικός χειμώνας, άγρια τα πρόσωπα.
Έχει καιρό να βρέξει στις άγονες καρδιές.
Σκόνη στ’ αγγεία κι εγώ κάστρα στις αμμουδιές.
Ποιος ερωτεύεται σήμερα.
Λουλούδι σε χαράκωμα.
Κι αυτός ο πόλεμος να σου πω πριν τη θύελλα.
Δεν άρχισε ποτέ.

Στην Παλμύρα ένα κορίτσι χαμογελά όπως ο ήλιος.
Έχει αχτίδες σε πανέρι.
Κείνες που ζεσταίνουν τα σώψυχα.
Σου θυμίζει πως μπορεί μια μέρα να ξεφύγεις απ’ την πίκρα.
Να γυμνωθείς κάτω απ’ τ’ άλικο μάτι της Μεσογείου.
Ν’ αφήσεις μπαγκάζια κι αυτή την κατάθλιψη.
Να στεγνώσουν τα δάκρυα.
Αλάτι νόστιμο.
Μα ο κόσμος είναι μουντός.
Ανασφαλή σύννεφα γελούν είρωνες, ενώ η υγρασία τρυπά τα γόνατά σου.
Κι εσύ δε μιλάς για τα τέρατα, μονάχα για σημεία, αφήνεις τα σημαντικά.
Αφήνεις τα λουλούδια στο βάζο, παίρνεις εφημερίδα.
Σήμερα διάβασα πως το κορίτσι ξεμυάλισε ένας στρατιώτης.
Γιατί ο πόλεμος, ο πόλεμος δεν αλλάζει.
Δεν άλλαξε ποτέ.

Στο Μόδι μια γυναίκα αλλάζει τη μοίρα.
Κάτω απ’ τις τέντες, τις τυχερές γραμμές.
Χαράζει στα χέρια, δίχως ν’ ακούει αυτό που λες.
Στην πιο μεγάλη σου γκίνια, διώχνει τα σύννεφα.
Κοιτώντας σε κατάματα, σε κάνει να ξεχνάς.
Τις μαυρίλες, γκρίνιες που τσαμπουνάς.
Έπειτα, χαζεύεις τα αστέρια σα να ‘ναι εκρήξεις.
Που έγιναν κάποτε, κάπου μακριά.
Στη φαντασία νεφελώματα, όμορφα χρώματα.
Ανθίζουν τα λουλούδια, πάνω απ’ το χαλασμό.
Καίω τη ντουλάπα που είχα κρύψει το σκοτάδι μου.
Μαύρος καπνός ουρλιάζει, τρομάζει τα σκυλιά.
Τα παράθυρα τρίζουν, σα να προσμένουν την αυγή.
Να ξυπνήσει όμορφη από τις στάχτες.
Άκουσες ποτέ για τον Αυγερινό και την Πούλια?
Μιλά για τον πόλεμό μας, να είμαστε ευτυχείς.
Ακόμα κι αν δεν το ‘μαθε κανείς.
Εκείνος δεν τέλειωσε.
Έχουμε δρόμο, γλυκιά μου.

HotShot

29.3.16

Το αγόρι πάτησε τα πόδια του στη λάσπη.
Και σταθερά δεν ήταν η λέξη.
Έξω, ένας κόσμος ούρλιαζε.
Αμφίρροπος.
Ήταν φθινόπωρο στις φλέβες, μια άνοιξη σαν πυρετός, θυμάμαι.
Το πλήθος.
Άλλοι με τις τσουγκράνες κι άλλοι με ανθοδέσμες.
Μα.
Η αλήθεια κρύβεται κάπου στη μέση.
Ενώ ο διάβολος στις λεπτομέρειες.
Σ’ αυτή τη βρώμικη καντίνα που όλοι σταματάμε.
Δαγκώνεις τη ζωή, άσχετα με τη γεύση.
Μια λίβρα σάρκα, το μερτικό και χρέος μου.
Ξενύχτης από βήχα.
Είδα τις μπουλντόζες στον ορίζοντα.
Να σκάβουν τα σκατά.
Δίπλα απ’ τα παιδιά.
Μια νέα Αμφίπολη, ένα Τζουράσικ Παρκ.
Ορθώνοντας κάτι που όνομα δεν είχε.
Κάτι που μου έλεγαν «δεν είναι σωστό».
Κάτι που μου έλεγαν «δε γίνεται αλλιώς».
Το αγόρι άνοιξε τα μάτια.
Νέος κόσμος εγείρεται.
Σα θέατρο σκιών.
Ποιος ζει.
Και ποιος πεθαίνει.
Ανάμεσα στο τσιμέντο.
Γιατί τα μωρά είχαν πυρετό, μα όχι όνομα.
Και οι γυναίκες γεννοβολούσαν κύστες.
Αμφιβάλλω τους ψευτοπαλικαράδες.
Στις μεγάλες κουβέντες δεν απαντώ, ανοίγω το φλασκί μου.
Ποιόν βοηθάς και ποιος σε σώνει.
Όταν κρύο σκοτάδι πέφτει.
Δίπλα απ’ τα αναμμένα βαρέλια.
Στα ζωντανά ερείπια.
Δε χωρούν σοφιστείες.
Μόνο γυμνά χέρια.
Άγνωστα πρόσωπα.
Καθρεφτίζουν ένα τίποτα που γιγαντώνεται και τρώει τον ουρανό.
Το αγόρι άνοιξε το στόμα, μ’ αυτό που είπε δεν ακούστηκε.
Γιατί ήταν ένας σπασμένος σπασμένος κόσμος.
Bad Beat στα χέρια και άμα βαστάς παίξε.
21 ενώ είσαι ήδη εικοσιπέντε.
Σ’ ένα τραπέζι χωρίς πόδια.
Αναπηρικά καροτσάκια στο γύρο του θανάτου.
Ενώ εσύ λες πως θες τον κόσμο και τα προβλήματά σου, έχουν πιάσει.
Φλόγες στα θεωρεία.
Μ’ έναν υποβολέα τηλεόραση.
Δεν υπάρχουν σωστές λέξεις.
Το αγόρι σκούπισε τα λασπωμένα δάκρυα.
Σηκώθηκε.
Γιατί ήταν σπασμένος ο κόσμος.
Μα εκείνος ζωντανός.

Ndoto

12.3.16

Άβε Νυξ.
Όσοι έχουν ύπνο χαιρετούν.
Τα μεροκάματα σε ξεπερνούν.
Όταν ανοίγεις δρόμο για τα κλάματα των άλλων.
Τα αισθήματα τους τοξικά, βροχή από μπέρμπον.
Στην λεπτή, χάρτινη πέτσα σου.
Λερώνεις μελάνι, ξεπλένεις ιδρώτα αλμυρό.
Έχεις μια κατάρα ανθρωπάκο.
Χαλάς ένα να φτιάξεις.
Το μισό.
Και άμα.
Δεν είναι λόγιος όποιος διαβάζει με κερί.
Ενώ είναι μούσκεμα βενζίνη.
Είναι πυρομανής.
Ακούς?
Σ’ ένα ραβασάκι ο Νέρωνας είπε σ’ αγαπώ κι έγινε στάχτη.

Μορφέα.
Οι ακρεβάτωτοι σε αγαπούν.
Μυστικά σε ζηλεύουν για τη λήθη.
Για την γαλήνια καταβόθρα σου.
Κρύβει τις τιμωρίες, τα θέλω, τα γαμήσου.
Μ’ ένα πέπλο που φεύγει το πρωί.
Σαν τις τσίμπλες στο νιπτήρα.
Σαν τους εραστές που δουλεύουν.
Γιατί όσοι δεν κοιμούνται κάτι έχουν.
Στον αστερισμό της ινσόμνια.
Ένας κύριος μου είπε ότι σκέφτομαι πολύ.
Πως με χαλάει.
Σαν ημερομηνία λήξης, σάντουιτς απ το πάτωμα.
Δεν είναι το φευγιό.
Είναι ο εαυτός σου.
Λάθος.
Και δε θα του ξεφύγεις.
Τρέξε όσο θες.
Μόνο θυμήσου φέρε μου ορίζοντα και τσιγάρα στο γυρισμό.

Έρεβος.
Στον αμφιβληστροειδή, στα σπλάχνα.
Ξερνάω φως στην τουαλέτα.
Μήπως ησυχάσει το θυμικό μου με μότο.
Μήπως βάλω γνώση με παροιμίες.
Ανώφελο.
Έχεις πρόβλημα, αναλώσιμε κι αξιότιμε.
Λαθρεύεις τα καλούδια του Ύπνου.
Έτσι θες, τουλάχιστον.
Λες.
Πως θα ξημερώσει η μέρα που τα όνειρα δε θα είναι μια γλώσσα στεγνή και ένας πόνος στη μέση.
Μα η αλήθεια, σαν ήλιος ολόφωτος να σβήσει το στίγμα.
Της ανημπόριας, της μνησικακίας.
Το μαύρο μίσος.
Κάνεις αυτό που αγαπάς.
Σε δέρνουν, σε φιμώνουν.
Μ’ ένα τραγούδι μικρό, ένα πιστόλι με λέξεις.
Σστ.
«Είναι εντάξει».
Μα θυμήσου να πετάξεις τα κουφάρια απ’ τα ψέματα, για το υπόγειο ζέχνει.

Απέναντι.
Αν ακούς.
Αν υπάρχει όχθη.
Θα γυρίσω ν’ αντικρίσω, ό,τι με πήρε στο κατόπι.
Μια ματιά στο μεσόφρυο του Γολιάθ.
Μεσμερισμός.
Κι αν σπάσουνε τα’ αγγεία σα βεγγαλικά.
Προτού προλάβεις να ζωντανέψεις τις όμορφες στιγμές που είχες σκαρώσει.
Θα φύγεις με χαμόγελο.
Ακούς μωρέ?
Δεν είναι ο ύπνος απάντηση.
Ούτε τα όνειρα, φτιάχτηκαν να κάνουνε το σκέπασμα απαλό.
Γι’ αυτό γύμνωσε της πράξης το μαχαίρι.
Σφάξε το μαξιλάρι.
Βγάλε έξω τούτα τα όμορφα θηρία.
Τα τάλαντα, τα χαρίσματα.
Να χορέψουν στο φως.
Κάτω από έναν ήλιο.
Που μόνο η πολύπαθη καρδιά μπορεί να πυρώσει.
Φωτιά λοιπόν.
Αν δούνε τον καπνό απέναντι θα ξέρουν ότι δεν ανασαίνουμε τσάμπα.
Σ’ ετούτη τη μεριά.
Ακούς?
Ή ακόμα ονειρεύεσαι?