Sad Radio

25.9.10

Η κοπέλα είχε βολευτεί στο καθιστικό. Δανεισμένο και Μπλε, ποτάμι δακρύων έκρυβε μέσα της. Σνιφ, και δεν καθάρισες κρεμμύδια. Την ώρα που προσπαθείς να βάλεις τη ζωή σου σε μια θέση, απελπισία γιατί σε πιάνει. Ποιος ο λόγος, λεν’ όλοι τριγύρω, τόση απαισιοδοξία. Με ένα πρόσωπο, αντανάκλαση αστεριών σε λιμάνι. Θλιμμένο μου πρόσωπο. Τόσο καλλιτεχνικό. Ή μάλλον, ας μην το θέσουμε έτσι. Ως art πουριτανοί σε πολύχρωμα κλουβιά λογικής. Απλά, ένα δροσερό αεράκι το πρωί και το τσιγάρο τρεμοσβήνει. Θα έκανα οτιδήποτε για ένα γελάκι. Μην με κοιτάζεις έτσι, καλή μου.
Ξέρω ότι θα άξιζα να κλειστώ και να βάλω τα δυνατά μου, σκίζοντας τη μούχρωμη σελίδα που πάω να βγάλω. Ασυναίσθητα. Να γράψω κάτι ανεβαστικό  χωρίς κλισέ που δεν εγκρίνουν βίτσια. Ελπίδες σα σπουργίτια. Ας είναι από στάχτη οι μικρές δημιουργίες. Δαύτες και άλλες τόσες που κοιμούνται στο ντουλάπι. Δεν αλλάζει το καύσιμο τους, μονάχα η έμπνευση. Πώς να το εκφράσω αλλιώς : το ερέθισμα. Έτσι, άμα έχεις ένα ωράριο που μοιάζει με βηματοδότη, σπάνια περίπτωση να περάσει απ’ το νου σου το μικρό σπίτι στο λιβάδι, μετά τα μεσάνυχτα. Break και τα νεύρα κουρέλια. Να γράψω κάτι που να μην αφήνει την αίσθηση παυσίπονου μ’ άδειο στομάχι. Θα το προσπαθήσω, καθισμένος απέναντι απ’ το κορίτσι, που μένει εκεί.
Διότι, είχα μια περίεργη αίσθηση. Πως μοιάζουμε κατά ένα τρόπο. Σα να ψάχνουμε την ίδια γεύση της ζωής, έστω κι αν ξεχνιόμαστε μπροστά στο ψυγείο. Είχαμε την ίδια φωνή στα όνειρα. Τέλος πάντων. Θεατρικά θα έφτιαχνα ένα μπουμπούκι που θ’ άνοιγε κάθε πότε ετοιμαζόσουν, τα κλάματα να βάλεις. Ισορροπώντας τις μαύρες μου με την ψεύτικη χαρά που υμνείται απ’ τις διαφημίσεις. Και τα πλήθη στεκόντουσαν, έκθαμβα. Ενώ η μαυρίλα απλώς τους γύριζε την πλάτη. Γίνε και συ, μάζα ή αντικοινωνικός. Μην προβληματίζεσαι, δικό μου είναι το θέμα. Ας είναι δύσκολη διάθεση, θα το ξεπεράσω. Εξηγώντας πρώτα τη μεριά της κοπέλας. Γιατί πάει καιρός από τότε που είχαμε να μιλήσουμε. Ψυχή μου.
Όμως το διάλειμμα τελείωσε.
Πριν αποσώσω τα λόγια μου.
Διάολε, πίσω στη δουλειά.

Sugar

18.9.10

Δώσε μου κάτι να σκεφτώ. Πες μου πως να αισθανθώ. Γιατί είναι δύσκολο μερικές φορές να ξεπεράσω τα κενά, συναισθηματικά ή όχι. Ναι, ξέρω πως δεν το σκέφτεσαι, αφού πάντα έχουμε δουλειά. Προτεραιότητες και εικόνες. Άδειος χώρος ωστόσο, μέσα μου-μέσα σου. Το καταλαβαίνεις; Μούδιασμα, την ώρα που τρέχουν οι τίτλοι τέλους. Χωρίς να επεξεργάζεσαι, αφρός σε μπανιέρα απάθειας. Κάνε με καταθλιπτικά χαρούμενο, ποτέ δε μου άρεσαν οι αντιθέσεις, όσο τώρα. Τις ώρες που αντιλαμβάνεσαι πως μεγαλώνεις. Κρύος. Δεν είναι δυνατό να τα καταφέρνω μόνιμα solo. Βοήθα με, λοιπόν, να βγάλω ένα κομμάτι όνειρο απ' την κατάψυξη. Σ' αυτή την μορφή, που απλή πρέπει να φαίνεται. Δεν θα πετύχαινα δυστυχώς, τη δημιουργία μηχανής που να φτύνει χάπια, αναψυκτικό και ρέστα. Μόνο πεντ' έξι αράδες που κάνουνε τη μέρα μου Παρασκευή. Χωρίς να τα σπάσουμε το βράδυ. Αποτυχημένες ήταν οι προσπάθειες διασκέδασης, δεν αρκούν πια τη μελαγχολία να σκοτώσουν. Κρίμα, φίλε. Δε φαντάζω στα μάτια σου κάτι άλλο από μια διασκευή, εκείνου που ήθελαν να γίνω.
Εντάξει, ας το τραβήξουμε πιο πέρα. Από εδώ που φτάσαμε. Ακόμα κι αν δεν είσαι εδώ, κοντά μου θα σε φέρω. Δάχτυλα γεμάτα χρώματα, μονάχα με χαμόγελο φορεμένο σε φαντάζομαι. Αυτό είναι το φτερό που πέφτει απ' τον παράδεισο. Σαν ρούχο που σε ντύνει. Μια όμορφη μέγκενη σε κρατά στην επιφάνεια του χαμού. Γιατί χάος κοιτώ στο αποφασιστικό καθρέφτισμα. Μικρή ζωή μου, μέσα απ' τα μάτια είδα ωκεανούς ν' απλώνονται. Ατέλειωτοι, πώς να βρούμε τις λέξεις που μας κρατούν φίλους, εραστές, ζωντανούς. Όμως κοίτα: ξεχωρίζουν σα λευκές τελείες, τα πρόσωπα που μειδιούν. Αυτό είναι το χέρι που απλώνω στη μεριά του Τίποτα. Κι εσύ κρατάς στιγμές. Άσε τη μιζέρια, ίσως να ήταν δυνατόν. Ν' ακολουθήσω τα κύματα ως την ακτή. Να με ξεβράσει η θάλασσα τούτη, ευτυχισμένο.
Κάπως έτσι.
Φοράω το χαμόγελό μου.
Ρίχνω δυο κυβάκια ζάχαρη στο βυθό.
Για να δούμε.

Stripes

10.9.10

Αποστασιοποιημένος. Κάπου ξύπνησα με ζάλη, κάνουνε άσχημο κεφάλι, αλκοόλ και αναμνήσεις. Με  δυο-τρεις μέρες περιθώριο, σίγουρα επανεκτιμάς την κατάσταση. Φάρμακα δίνεις στη διάθεση. Το σύνολο χαίρεται που σ' έχει πίσω, στη ζεστή αγκαλιά του. Φορμόλη. Ωστόσο, ύστερα από μεταπτώσεις, άρχισε κομμάτι να μ' αρέσει τούτη η εξορία. Από τον ίδιο μου τον εαυτό. Και ένα μυαλό που είναι φίσκα χάρτινους ήρωες. 
Όταν κλείνεσαι στο καβούκι σου, οι τοίχοι είναι τόσο άδειοι. Ήτανε δα λίγες οι φορές που τους αντίκρισα. Λίγη οικειότητα για ν' αποκτήσω, έφτιαξα σχήματα και χρώματα με λέξεις που ανήκουν στους πάντες και σε κανέναν, τελικά. Τύλιξα τον κόσμο σε δαύτες. Έπειτα φυγάδεψα τις σκέψεις σε τετράδια. Γιατί είναι πολύ μικρό ή ατέλειωτο το κενό μεταξύ μας, ώστε να τα καταφέρω με λόγια. Χώρος δεν περισσεύει γι' άλλη πόλη από τη συγκεκριμένη στο νου σου. Εκεί που πάντα ήθελες να 'σαι. Έτσι όπως βλέπεις τον κόσμο. Καλιφόρνια ή Καζαμπλάνκα, όπως τη βρίσκει ο καθένας.Ωραίο φρούτο ο συμβιβασμός. Θα μάθω να κάνω πίσω, αφού δεν αλλάζουν δεδομένα μ' ένα απλό παράπονο. Ενώ λείπει ο χώρος για να το εκφράσω.
Για όνομα, δεν είμαι κανενός είδους μεγαλομανής. Απλά χτίζοντας προτάσεις-τουβλάκια, δείχνω μια μακέτα της αρχιτεκτονικής που καταχωνιάζω. Μιας και θα μπορούσαμε να μιλάμε λίγο πιο ανοιχτά. Εσύ και γω, επίμονα κοιτάμε το ρολόι, μα η ώρα δεν περνά. Άμα ξεχνιέσαι από το συλλογισμό, ίσως καταλαβαίνεις το καταφύγιο μου, πίσω από ψευδώνυμο. Ταράζοντας τα νερά της φαντασίας, μέσα από υπομονετικά μάτια. Φτιάχνοντας ένα λαβύρινθο που δεν αποκλείεται να χαθώ. Κρίμα. Δυστυχώς, ο Jack Nickolson δεν πέθανε ποτέ στη "Λάμψη" του Stephen King. Τουλάχιστον έτσι θα μ' άρεσε. Να έμπαινες στο χώρο αυτό, εκθέτοντας τη σκοτεινή πλευρά μου. Σ' ένα ακόμη ήλιο. Πρόσωπο τσακισμένο, δεν απολαμβάνω τη λιακάδα. Αλίμονο. Τώρα χαμογελάω.
Γιατί οι κακοί στο σινεμά, δεν πεθαίνουν.
Παρά σηκώνονται ξανά.

Papermind

3.9.10

Αδιεξοδικός, καταλήγω και πάλι στα γνωστά λημέρια. Αφού φορτώσω της κάθε μέρας νεύρα. Κλείνομαι λιγάκι. Χωρίς να μιλάω. Πιστέψτε με, δεν μου είναι δύσκολο να εκφραστώ, παρά να βρω κάποιον που ακούει. Αληθινά, όχι απλά να νεύει. Με ύφος που χορεύει, αδύνατο πλήθος επαφών μου να περάσει το επιφανειακό επίπεδο. Δεν αναφέρομαι σ' αμηχανία μα σε κατηγορίες : οι φίλοι της δουλειάς, παλιοί συμμαθητές και δε συμμαζεύεται. Γνωριμίες που εξυπηρετούν συμφέροντα, δεν έχουν περισσότερη αξία από τους γνωστούς. Μονάχα χρησιμότητα. Κατά πως απαιτεί η εποχή. Ωστόσο, δεν μπορώ παντοτινά να έχω τη λαθεμένη εικόνα : πως είμαι το κέντρο του κόσμου. Ούτε για αυτοπεποίθηση. Θέλω μια πλάτη ν' ακουμπήσω, να σταθώ. Ευτυχώς συνάντησα ανθρώπους, μοιράστηκα στιγμές οι οποίες μας δένουν.Αλίμονο αν δεν τους εμπιστευόμουν. Δε λέγονται όλα όμως απ' το τηλέφωνο, μάγκα. Κακά τα ψέματα, για τον καθένα μας τα προσωπικά προβλήματα μοιάζουν και πιο σημαντικά. Σύννεφο που βροντά και βρέχει ατομικά. Μ΄ αυτά και μ' αυτά, βλέπεις τις κρίσεις στο πρωινό καθρέφτισμα, σου χαμογελάνε.
Αν μονάχα άλλαζε το σύμπαν, ένα μικρό κομμάτι του. Το χρώμα της μελάνης. Από τη μεριά των ματιών πέρα απ' το ζευγάρι που κουβαλώ. Στάλες ρομαντισμού στα γρανάζια σου, μοιάζει ζάχαρη σε noir καφέ. Στάλες, βουβά δάκρυα τόσο με πίκραναν. Γιατί θα σου φαίνονταν περίεργο να γνωριστούμε απ' την αρχή; Θα 'ριχνες ένα απρόσεκτο βλέμμα και γω θα απαντούσα. Τυχαία η πλατεία. Με ξέρεις, αναμφίβολα. Κρατώ, όπως και συ, μια σκιά πίσω απ' την πλάτη. Αμέτρητες σκιές γύρω. Μπορεί να μην είχαμε την ευκαιρία του μιλητού με τρεμάμενα χείλη που λεν αλήθειες. Ναι ίσως να 'ταν λόγια αδειανά. Αφού ξέραμε κι οι δυο το σενάριο. Μα δε θέλω η ζωή να ρολάρει σαν ταινία.
Υπάρχει βέβαια, ακόμη μια άποψη. Πως φταίει ο πεσιμισμός. Όλα είναι στο μυαλό, φαντάζει χαρτί γεμάτο μουντζούρες. Λέξεις που μετάνιωσα, άλλες δεν πρόλαβα να πω. Όνειρα και σκηνικά έστησα, κρυφά πριν συστηθώ. Μα θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή. Αφήστε το στην άκρη.
Αύριο θα 'ναι καλύτερα.
Αύριο θα 'μαι καλύτερα.