Να φοβάσαι το Θεριστή.
Το μίσος μου, βυθός απέραντος.
Μ οδήγησε σ ατραπούς που καίγανε σα ναπάλμ.
Κι έμαθα, ω ναι
Πως να δαγκώνω τα φίδια, πέπτοντας το φαρμάκι.
Να χορεύω τις φωτιές, να μιλάω το σκοτάδι.
Κι είδα ανθρώπους ταριχευμένους από αισθήματα με κόγχες κενές
Έχασα το κλειδί που χα φυλάξει, το μικρό μου νόημα.
Σ ένα κεφάλι που έβρεχε μονίμως, περπατούσα στη βροντή.
Ήταν η νύχτα η πιο πυκνή, τότε που ονειρεύτηκα.
Σ ένα καθρέφτη σπασμένο είδα
Ο θεριστής δεν είχε πρόσωπο
Μονάχα ένα μανδύα που ανέμιζε.
Στο χρώμα του κενού
Ατενίζοντας από ένα ξέφωτο.
Κτίσμα απόμακρο που είχε γύρω λίμνη.
Κι όπως ο νους μου,αιώνια καταιγίδα
Ο πύργος που βλέπε, συνέχεια γκρεμιζόταν
Καθώς φτιαγμένος από πλίνθο κ πέτρες, δεν άντεχε τις αστραπές.
Έπειτα κουρασμένος, σηκώνεται.
Κάθε φορά, πιο δύσκολα.
Ώσπου.
Ο ακατανόμαστος τον ευλόγησε με μια κατάρα.
Να αντέχει.
Κι ο πύργος γυάλινος πια, φορά τον κεραυνό για διάδημα.
Τα μαύρα σύννεφα για ρούχα, έχει.
Έπειτα η φιγούρα με κοίταξε επίμονα.
Μάτια κάρβουνα του χάους.
Λες κι ήμουν εγώ ο
Ξύπνησα σ ένα παράθυρο ανοικτό, μ άνεμο στο πρόσωπο
Η μέρα που χάραξε ξέπλυνε τους εφιάλτες
Μια Ηλιαχτίδα τρύπησε το δώμα του νου, ζεσταίνοντας με.
Σ ένα ντουλάπι σκονισμένο κι ασιδέρωτο βρήκα το νόημα πάλι.
Χέρια μ αγκάλιασαν κι ένωσαν τα κομμάτια
Ακούγοντας το φως, σωπαζοντας το χτήνος
Πως να γράφω το αίμα μου χαράζοντας πορεία.
Το γνώρισα καλα.
Στο μονοπάτι που πάει μέσα απ το ρήγμα, στο μούχρωμο ορίζοντα.
Με την αγάπη μου, θάλασσα πλατιά λευκή.
Μη φοβάσαι το Θεριστή.