Με χέρια όμορφα, σαν όπλα.
Κράτησε το νεογέννητο μέλλον.
Κι ύστερα εκπυρσοκρότησε, μέχρι να πέσουν τ’
αστέρια.
Γιατί λέγανε ψέματα-αυτός είναι ο λόγος.
Ο λόγος που ακόμα ουρλιάζω στο γκρεμό σα να μ’
ακούει.
Ο λόγος που βρίσκω καταφύγιο στο κουρνιαχτό.
Σιχαμένο μούχρωμα, απαίσιες νεφέλες.
Όσο μακριά κι αν στοχεύσεις.
Δε θα φτάσεις το τέρας του φεγγαριού.
Παρά θα μείνεις χωρίς βαρύτητα κι ανάσα.
Στη μέση του πουθενά.
Με χέρια ξύλινα χωρίς φλέβες.
Έπνιξε τις ελπίδες στο ρέμα.
Κι έπειτα πέταξε τις σελίδες του στη φωτιά.
Γιατί είχαν τα κομμάτια του-αυτός είναι ο πόνος.
Ο πόνος να μοιράζεις την ψυχή.
Ώσπου να μείνεις διαφανής στο πρωινό φως, άψυχος.
Άοσμες μέρες αργίας, που το μίσος έχει γεύση.
Όσο κι αν καυτηριάσεις τα ένστικτα.
Όσα θηρία κι αν κάψεις ζωντανά.
Πάντα θα σε κοιτάζουν μάτια άγρυπνα, από εκεί που
φως δε φτάνει.
Από το Σκοτάδι.
Με χέρια τιτανικούς.
Αγκάλιασε τα άγνωστα νερά.
Κι εκείνα τον ασπάστηκαν σαν πατέρα, σα χρόνια
ναυαγό.
Γιατί στο νησί που γιατρεύει τις ψυχές-ζει ο χρόνος.
Ο χρόνος που ψάχνεις.
Μια κραυγή ματώνει το λαιμό μου και λέει ΤΩΡΑ.
Πεισματάρικα δειλινά, θυμάσαι την όψη του πατρός.
Όσο κι αν κοστίσει.
Όση πνοή έχει μέσα τούτο το σαρκιό.
Μέσα από τις χίμαιρες και τους εφιάλτες, μ’ αυτά τα
χέρια.
Θα προχωρώ.