Από τα σκοτεινά, τρένο.
Το τζάμι καθρεφτίζει τον προορισμό, εσένα.
Από το τούνελ, φως.
Ο αργός ρυθμός απ τις ρόδες σε νανουρίζει.
Για να ξυπνήσεις και να διαπιστώσεις πως είσαι ζωντανός.
Κι αυτό είναι εντάξει.
Όπως και όλα τα σημάδια σου, όλα τα σχέδια απόδρασης από τη φυλακή.
Όλα έχουν την ομορφιά που τους δίνεις- αυτή τη γλυκιά γεύση του παλέματος.
Οι ράγες απλώνονται σα φλέβες στο λεκανοπέδιο.
Η αγγείωση του τέρατος που στοργικά μας κρατά στην αγκαλιά του.
Μέχρι να βρεις τον αφαλό της γης και πίσω να γυρίσεις.
Έχεις χρόνο.
Σ αυτές τις άγριες ανάσες να χαθείς.
Τις νύχτες που τέλος δεν βρίσκουν ,με τους ανθρώπους π αγαπας.
Και να χαρείς, δεν είναι αμαρτία.
Σ αυτή τη βροχή της στάχτης να χαμογελάσεις.
Τουλάχιστον μορφάζοντας.
Σαν τον Αρμαγεδδώνα τον ίδιο.
Καβαλάμε ένα τρένο, και είμαστε τρελοί.
Κι αν στη Ζωή κάνουν καμάκι δυο άντρες, ο Θάνατος πίνει ποτά πίσω στο μπαρ.
Κι όλη η αγάπη που 'χω δε χώρα σ ένα βαγόνι.
Γι αυτό αν έχετε όπλα και θε να μου πάρετε τι έχω.
Ελάτε.
Ελάτε με κακό και με μανία.
Γιατί απ αυτό που θέλετε, πάντα θα έχω κι άλλο.
Το τρένο τρέχει, σα φωτοβολίδα.
Μας κουβαλά κάπου μα ακόμα δεν κατάλαβα.
Τι ζει μες το σκοτάδι.
Το μόνο που με νοιάζει, είναι να μ αγαπάς