Απ’ όλα , μου λείπει πιο πολύ αυτό.
Και κοντεύω πια να το ξεχάσω.
Δεν ήταν οι άνθρωποι.
Δεν ήταν το μέρος.
Δεν ήταν τα σύρματα.
Ούτε τα τέσσερα χρόνια μου στο βρόντο.
Εκείνο τον κύκλο των επεισοδίων που κανείς δε βγάζει
νόημα.
Το απόσταγμα της μοναξιάς με λυκίσκο,
Ακόμα έχω καπάκια στα κλειδιά.
Ακόμα περπατάω στραβά, μα.
Ήταν οι στιγμές.
Που έζησα κι έχω την τύχη του διαβόλου.
Ήτανε το μαύρο χαρτί, το μοίρασμα του ρόλου.
Χωρίς μυαλό, μα ένστικτο.
Δίχως εύνοια, μα φίλους.
Αδέρφια στην κόλαση.
Δεσμά που σε μαρκάρουν, σίδερο πυρωμένο στα πισινά.
Ήταν στο ίδρυμα κραυγές.
Τα χέρια που με κράτησαν.
Από το σάλτο στην παραφροσύνη.
Σαν την Κυρά Φροσύνη, μια λίμνη τα ποτά.
Όντας ένα κομμάτι κείκ μαύρο χιούμορ.
Με μέλαινα χολή.
Χτικιό.
Γνώρισα τον οπτιμισμό.
Και το ρεαλισμό.
Δυο ματιές.
Διαφορετικές.
Ήταν οι μουσικές.
Τόσο δυνατές, που ακόμα ανατριχιάζω.
Αυτοδίδακτος και πάντα λάθος.
Ωστόσο είχαμε πάθος, κι αν κάτι ήτανε να μάθω απ’
όλα αυτά.
Ήταν πως υπήρχε κάτι που άξιζε.
Να περιμένεις, να ζεις.
Ήταν οι νότες της ψυχής.
Κι οι φίλοι που θα δεις.
Αποϊδρυματοποίηση, έγινα
κρύα γαλοπούλα.
Νέος κύκλος κόλασης, μα τα
σημάδια μένουν.
Μα κάτι από τότε λείπει.
Δεν το θυμάμαι πια.
Ωστόσο αστειέυομαι, για δε ξεχνιούνται
αυτά.
Αναπνέουν, όσο χτυπά καρδιά.
Θυμόσαστε παιδιά?