CapeofStorms

5.8.16

Το πάνω χείλος ματώνει.
Κι έχω τσιμέντο στα πόδια.
Τα σύννεφα φέραν χιόνι.
Τελειώσανε τα δάκρυα, μα όχι και τα ξόδια.
*
Σ’ ένα λιμάνι με στριμώξανε.
Εκείνο της Καλής Ελπίδας.
Ήταν πολλοί και γω ‘μουν ξύπνιος, ναι.
Τραγούδια όσα έζησα, αυτά της καταιγίδας.
*
Ποιος είναι εκεί, και ποιος αξίζει, την ώρα της βροντής.
Έχω ονείρατο άγριο, μα δε θα σας το πω.
Είχα μια λίστα και στάχτη έκαμα: φίλοι και συγγενείς.
Το άστρο της Penumbra, κακό σημάδι στο μυαλό.
*
Άγριες σκέψεις, απ’ αυτές που δε θ’ αντέξεις.
Φαντασιώσεις, αυτόν που πιότερο ‘γαπάς θα μαχαιρώσεις.
Γι’ αυτό στο λέω, μην κλειδωθείς στο μυαλό μου.
Για θα βρεθείς μοναχός, με τ’ ασυνείδητό μου.
*
 Κι αν έχεις εντόσθια, σπρώξε με στη σανίδα.
Αλλιώς, κάμε τη χάρη και σε μας, κι ως το διάολο πήδα.
Αφού έχω την κατάρα μου, κι εκείνη δεν αλλάζει.
Μάζεψε το χνώτο σου, στόμα φαρμάκι βγάζει.
*
Μ’ έφερες στα όρια, κοντά στην αποβάθρα.
Θες να αλλάξω, αλλιώς να ζήσω, μα να σου εξηγήσω:
Θα πλεύσω πως κάνει το κέφι μου, σ’ ετούτη εδώ τη χάρτα.
Κάνε δουλειά και κράτα την πορεία σου, για θα σε ναυαγήσω.
*
Φτύνω χάμω το αίμα.
Και ‘χω πια βήμα λεύτερο.
Θα φτάσω μέχρι το τέρμα.
Ένα γλυκό ανέσπερο.