Ndoto

12.3.16

Άβε Νυξ.
Όσοι έχουν ύπνο χαιρετούν.
Τα μεροκάματα σε ξεπερνούν.
Όταν ανοίγεις δρόμο για τα κλάματα των άλλων.
Τα αισθήματα τους τοξικά, βροχή από μπέρμπον.
Στην λεπτή, χάρτινη πέτσα σου.
Λερώνεις μελάνι, ξεπλένεις ιδρώτα αλμυρό.
Έχεις μια κατάρα ανθρωπάκο.
Χαλάς ένα να φτιάξεις.
Το μισό.
Και άμα.
Δεν είναι λόγιος όποιος διαβάζει με κερί.
Ενώ είναι μούσκεμα βενζίνη.
Είναι πυρομανής.
Ακούς?
Σ’ ένα ραβασάκι ο Νέρωνας είπε σ’ αγαπώ κι έγινε στάχτη.

Μορφέα.
Οι ακρεβάτωτοι σε αγαπούν.
Μυστικά σε ζηλεύουν για τη λήθη.
Για την γαλήνια καταβόθρα σου.
Κρύβει τις τιμωρίες, τα θέλω, τα γαμήσου.
Μ’ ένα πέπλο που φεύγει το πρωί.
Σαν τις τσίμπλες στο νιπτήρα.
Σαν τους εραστές που δουλεύουν.
Γιατί όσοι δεν κοιμούνται κάτι έχουν.
Στον αστερισμό της ινσόμνια.
Ένας κύριος μου είπε ότι σκέφτομαι πολύ.
Πως με χαλάει.
Σαν ημερομηνία λήξης, σάντουιτς απ το πάτωμα.
Δεν είναι το φευγιό.
Είναι ο εαυτός σου.
Λάθος.
Και δε θα του ξεφύγεις.
Τρέξε όσο θες.
Μόνο θυμήσου φέρε μου ορίζοντα και τσιγάρα στο γυρισμό.

Έρεβος.
Στον αμφιβληστροειδή, στα σπλάχνα.
Ξερνάω φως στην τουαλέτα.
Μήπως ησυχάσει το θυμικό μου με μότο.
Μήπως βάλω γνώση με παροιμίες.
Ανώφελο.
Έχεις πρόβλημα, αναλώσιμε κι αξιότιμε.
Λαθρεύεις τα καλούδια του Ύπνου.
Έτσι θες, τουλάχιστον.
Λες.
Πως θα ξημερώσει η μέρα που τα όνειρα δε θα είναι μια γλώσσα στεγνή και ένας πόνος στη μέση.
Μα η αλήθεια, σαν ήλιος ολόφωτος να σβήσει το στίγμα.
Της ανημπόριας, της μνησικακίας.
Το μαύρο μίσος.
Κάνεις αυτό που αγαπάς.
Σε δέρνουν, σε φιμώνουν.
Μ’ ένα τραγούδι μικρό, ένα πιστόλι με λέξεις.
Σστ.
«Είναι εντάξει».
Μα θυμήσου να πετάξεις τα κουφάρια απ’ τα ψέματα, για το υπόγειο ζέχνει.

Απέναντι.
Αν ακούς.
Αν υπάρχει όχθη.
Θα γυρίσω ν’ αντικρίσω, ό,τι με πήρε στο κατόπι.
Μια ματιά στο μεσόφρυο του Γολιάθ.
Μεσμερισμός.
Κι αν σπάσουνε τα’ αγγεία σα βεγγαλικά.
Προτού προλάβεις να ζωντανέψεις τις όμορφες στιγμές που είχες σκαρώσει.
Θα φύγεις με χαμόγελο.
Ακούς μωρέ?
Δεν είναι ο ύπνος απάντηση.
Ούτε τα όνειρα, φτιάχτηκαν να κάνουνε το σκέπασμα απαλό.
Γι’ αυτό γύμνωσε της πράξης το μαχαίρι.
Σφάξε το μαξιλάρι.
Βγάλε έξω τούτα τα όμορφα θηρία.
Τα τάλαντα, τα χαρίσματα.
Να χορέψουν στο φως.
Κάτω από έναν ήλιο.
Που μόνο η πολύπαθη καρδιά μπορεί να πυρώσει.
Φωτιά λοιπόν.
Αν δούνε τον καπνό απέναντι θα ξέρουν ότι δεν ανασαίνουμε τσάμπα.
Σ’ ετούτη τη μεριά.
Ακούς?
Ή ακόμα ονειρεύεσαι?