HotShot

29.3.16

Το αγόρι πάτησε τα πόδια του στη λάσπη.
Και σταθερά δεν ήταν η λέξη.
Έξω, ένας κόσμος ούρλιαζε.
Αμφίρροπος.
Ήταν φθινόπωρο στις φλέβες, μια άνοιξη σαν πυρετός, θυμάμαι.
Το πλήθος.
Άλλοι με τις τσουγκράνες κι άλλοι με ανθοδέσμες.
Μα.
Η αλήθεια κρύβεται κάπου στη μέση.
Ενώ ο διάβολος στις λεπτομέρειες.
Σ’ αυτή τη βρώμικη καντίνα που όλοι σταματάμε.
Δαγκώνεις τη ζωή, άσχετα με τη γεύση.
Μια λίβρα σάρκα, το μερτικό και χρέος μου.
Ξενύχτης από βήχα.
Είδα τις μπουλντόζες στον ορίζοντα.
Να σκάβουν τα σκατά.
Δίπλα απ’ τα παιδιά.
Μια νέα Αμφίπολη, ένα Τζουράσικ Παρκ.
Ορθώνοντας κάτι που όνομα δεν είχε.
Κάτι που μου έλεγαν «δεν είναι σωστό».
Κάτι που μου έλεγαν «δε γίνεται αλλιώς».
Το αγόρι άνοιξε τα μάτια.
Νέος κόσμος εγείρεται.
Σα θέατρο σκιών.
Ποιος ζει.
Και ποιος πεθαίνει.
Ανάμεσα στο τσιμέντο.
Γιατί τα μωρά είχαν πυρετό, μα όχι όνομα.
Και οι γυναίκες γεννοβολούσαν κύστες.
Αμφιβάλλω τους ψευτοπαλικαράδες.
Στις μεγάλες κουβέντες δεν απαντώ, ανοίγω το φλασκί μου.
Ποιόν βοηθάς και ποιος σε σώνει.
Όταν κρύο σκοτάδι πέφτει.
Δίπλα απ’ τα αναμμένα βαρέλια.
Στα ζωντανά ερείπια.
Δε χωρούν σοφιστείες.
Μόνο γυμνά χέρια.
Άγνωστα πρόσωπα.
Καθρεφτίζουν ένα τίποτα που γιγαντώνεται και τρώει τον ουρανό.
Το αγόρι άνοιξε το στόμα, μ’ αυτό που είπε δεν ακούστηκε.
Γιατί ήταν ένας σπασμένος σπασμένος κόσμος.
Bad Beat στα χέρια και άμα βαστάς παίξε.
21 ενώ είσαι ήδη εικοσιπέντε.
Σ’ ένα τραπέζι χωρίς πόδια.
Αναπηρικά καροτσάκια στο γύρο του θανάτου.
Ενώ εσύ λες πως θες τον κόσμο και τα προβλήματά σου, έχουν πιάσει.
Φλόγες στα θεωρεία.
Μ’ έναν υποβολέα τηλεόραση.
Δεν υπάρχουν σωστές λέξεις.
Το αγόρι σκούπισε τα λασπωμένα δάκρυα.
Σηκώθηκε.
Γιατί ήταν σπασμένος ο κόσμος.
Μα εκείνος ζωντανός.