Μ’ ένα μυαλό, πορνό του ενενήντα.
Πουλάω λόγια της ψυχής, ίσα για τρεις κι εξήντα.
Κι αν είχα σκυλί, θα το ελέγαν Φρίντα.
Γι ανθρώπους που είναι κίβδηλοι, έχω τ’
άγγιγμα του Μίδα.
Μια εικόνα σκοτεινή για φόντο.
Βρέχει μεσ' το κεφάλι μου, οι σκέψεις κάνουν
κρότο.
Ωστόσο βγάζω το σκασμό, άφιξη στο Τορόντο.
Αν μ’ αγαπάς, δώσε μου όνειρα, πάψε να κάνεις σκόντο.
Μια φωνή που μιμείται, μια κακιά συνήθεια.
Μάτια κλειστά, σαν τα παράθυρα, ψάχνοντας για τη
Βύθια.
Μυρίζεις γύρω σου καπνούς? Είναι οι όρκοι εραστών,
καίγονται στην αλήθεια.
Μ’ είχες, μ’ εκμεταλλεύτηκες, μια καρδιά στα νύχια.
Ένα αντικείμενο απλό, ένα τσιγάρο, μια πένα.
Φύγε και συ, άμε στο Λύκο, Μανταλένα.
Δεν είναι άλλος για τη βάρκα αυτή, που πάει στον
πυθμένα.
Τώρα το σκέφτομαι ξανά, το σκύλο λέω Ρένα.
Κοίτα που κάποιος άνοιξε, το βόθρο του Ασυνείδητου.
Ο Διάβολος κι οι φίλοι του.
Σ’ άφησαν μέθυσο, σχεδόν νεκρό, σε τείχη Βηρυτού.
Το νιώσιμο πάλι να βάζεις μπρος, αυτό είναι
πασπαρτού.
Σαν το γέροντα που βαδίζει τον Αχέροντα, κωπηλατώ
ανάποδα.
Ξέρω τη ματαιότητα, άστρα όλα που σβήνουν, μα.
Δε θέλω επικήδειο για καρδιά, σφαίρα, αιμάτωμα.
Να λέει ήταν
ξεροκέφαλος, δεν έκατσε στο πάτωμα.
Μπορώ να ζω με ώρες δανεικές? Κάτσε και μέτρα.
Με θυμικό περίεργο, μια καρδιά στη σέντρα.
Μ’ ένα μπαμπούλα κάτω απ την κουβέρτα.
Κι ένα σκυλί, στου παραδείσου την αυλή, που ακούει πια στο Χέρτα.