ThunderTank

1.2.16

Φοβάσαι τα σύννεφα.
Αυτά που αρμέγουν κεραυνούς, που ρίχνουν τις μπουγάδες.
Κάνουν τους ανθρώπους να σκουμπώνονται.
Ν’ αφήνουνε τα χέρια.
Πεζόδρομος δίχως τέλος, σίκουελ της Ερμού.
Γεμάτες φαντάσματα βιτρίνες.
Πράγματα: εικόνες που ήθελες να ζήσεις.
Όλος αυτός ο χρόνος.
Τα νούμερα μουντζούρες.
Ημερολόγια, προσάναμμα σ’ ένα κάδο.
Με τον καπνό απ’ τα πλαστικά να σου φέρνει κλάμα, βήχα.
Εύχεσαι, ως άλλος σαμάνος.
Τις λιακάδες που μελέταγες, να τσακιστούν να έρθουν.
Όμορφες εκφράσεις : στο στόμα ερπετών.
Και έχεις υπό μάλης : τα σμήνη των πουλιών.
Αποδημώ.
Βουτιά, νερό ρηχό.
Το πάτωμα είναι ψέματα.
Ήμουν ποτέ εδώ?
Τις σιωπές που ακούγονται σα χαλάζι στο παρμπρίζ.
Πόσο τις τρέμεις, κακόμοιρε.
Κομμάτια ενός παγετώνα.
Ενός αιώνιου χειμώνα.
Που ήρθε με δόσεις.
Άτιμες νευρώσεις.
Κρύβεις τις κουβέντες, γυναικόπαιδα  κάτω απ’ το χώμα.
Κι εκείνος χτυπά την πόρτα.
Σα να εξαρτάται ο κόσμος ολάκερος απ’ αυτό.
Και δεν είναι ο μανιακός μεσσίας, μήτε ο κατηφής διάβολος.
Είναι ο κύριος με τα πιστόλια που δε φαίνονται.
Και το χαμόγελο που κλαίει.
Σα να σου λέει.
Πριν απ’ τα τριάντα.
Το ικρίωμα, ανδριάντα.
Μα δεν ανοίγω, βάζω στ’ αυτιά μου Τζώνι Κας.
Πλάτη στην πόρτα, αισθήματα ανφάς.
Αμφιβάλω αν μου έφερε, ηλιόφως στη σακούλα.
Αποδημώ.
Με μια φωνή που είναι ουρλιαχτό.
Ο ουρανός μου σκίζεται.
Ήμουν ποτέ εγώ?
Ευχή θανάτου- θάνατος.
Ευχή θανάτου- πάμε.
Λέγαμε πως δεν αντέχαμε, τα όρια που σπάμε.
Ωστόσο, να ‘μαι.
Μ’ ένα σφαχτάρι δράμα, χιούμορ κράμα.
Δε σπάει.
Και του θανάτου πείτε του, άφησα γράμμα.
Τζάμπα χτυπάει.
Δεν αποδημώ.
Σιχάθηκα το φευγιό.
Μένω.
Σαν το σκυλί που γρυλίζει στο τρένο.
Σα σώμα ξένο.
Μέσα σ’ ένα κτήριο, κατεδαφισμένο.
Με όνειρο τεράστιο και μια δουλειά για φρένο.
Ζω.
Δεν πεθαίνω.