Έχω ένα
πύργο κρυμμένο.
Φτιαγμένο
από χαρτιά.
Βαθιά στο
χαρακτήρα μου και πίσω από τα μάτια.
Όλο εγώ τον
φτιάχνω πιο ψηλό.
Κι όλο αυτός
χαλάει.
Μα μη
ρωτήσεις Ρήγα μοχθηρό.
Τους
πούστηδες Βαλέδες.
Γιατί το
κτίσμα πέφτει.
Κάρτες που κράτησα κλειστές, κάρτες καιρό
καμμένες.
Μαζεύτηκαν
σωρό.
Δίχως κάποιο
μεγάλο σχέδιο, μια μεγάλη ιδέα.
Με μια δόση
χάους και ένα κάποιο αίσθημα.
Άκουσες ποτέ
για τη Βαβέλ.
Τη γλώσσα
που μιλάω.
Κι εκείνη
που μιλάς.
Μ’ έναν
παράδεισο που ξέμεινε, στις ζωγραφιές και τα σκαριά.
Αρκάνες απ’
τα σκοτεινά, του εξαποδώ φιγούρες.
Πατάν η μία
στην άλλη κι όλες μαζί στην πλάτη μου.
Στιγμές πίσω
από κάγκελα.
Σκισμένες
λίστες και χαρτιά, ρυτίδες πάνω σε φάτσα.
Ούτε το Δέκα
το καλό με των σπαθιών το Δύο.
Ερμηνεύουν
πώς μειδιώ.
Δεκάξι φορές
μετάνιωσα.
Καίγομαι στο
21.
Τράβα μια
κάρτα, αν έχεις κότσια.
Δώσε κομμάτι
ονείρου, ρουλέτα της ζωής.
Και πόνταρε στους
ανθρώπους σου, να δεις για πότε χάνεις.
Κρατούνε
λόγια και χαρτιά.
Γίναν οι
άνθρωποι στοιχειά.
Στο στήθος
βάρος τα μυστικά.
Και δεν
κοιμάσαι πια.
Ωστόσο, δεν
ξόφλησα ακόμα.
Δεν απέτυχα.
Έγινα μόνο
άριστος, να ξεκινάω πάλι.
Και ο Τρελός
της τράπουλας χαζεύει τα συντρίμμια.
Πλησίασε και
μη στενοχωριέσαι.
Κάθε που
ξημερώνει, κάθε Δευτέρα, κάθε αγάπη περσινή.
Θα βάζουμε
μπρος αστεία, γρίφους και κάρτες στο σωρό μας.
Ενώ η βροχή
είναι κεραυνός, θα χτίσουμε.
Μια τρανή
βλαστήμια.