Αν αγαπάς ακόμη κι αν μπορείς.
Στο όνομα του, με θυμό.
Δάγκωσε τη σφαίρα.
Φτύσε χάμω τον κάλυκα, μύρισε το μπαρούτι.
Και σβήσε πια την πάρτη σου.
Στο κάδρο της φαμίλιας.
Άστους με πίκρα, με κακό, καμώματα της ζήλιας.
Αν έχεις κότσια κι άντερα.
Για των χεριών την τέχνη.
Κλείσε το μάτι στο σπαθί.
Μάθε από τα κακοτόπια, όχι από τ’ ανθρώπια.
Αντέστρεψε
πια την άμπωτη και πνίξτους όλους, μπέσα.
Τους στεριανούς, στερνόμυαλους, ίσα τα πόδια μέσα.
Δείξτους μικρά φαντάσματα, τα χάπια, τα σιρόπια.
Αν ονειρεύεσαι με κρίματα αγκαλιά σου.
Μια για το γαμώτο.
Πάνε ανάποδα.
Εναντιώσου στο χρησμό και ο Χριστός μαζί σου.
Δεν είναι ράγες η ζωή, ούτε κισμέτ ή μοίρα.
Είναι το τέρας που χαμογελά, κάτω απ’ την αρμύρα.
Κι αν είναι άσπρα ή μαύρα τα πανιά, καθόλου μη σε
νοιάζει.
Φθινόπωρο, στην άδεια αυλή του Βασιλιά.
Νεκροί τώρα νεόνυμφοι, Τριστάνος και Ιζόλδη.
Παλιάτσος ήταν ο φονιάς.
Ξεπλένει το αμάρτημα με μπράντυ.
Γελά άηχα φέροντας, στίγμα του παραβάτη.
Κρατώντας στην παλάμη του, Το Μαύρο Το Σημάδι.
Στο χάλασμα των σκηνικών, στων αστεριών τη δύση.
Πρώτος το άδικο θ’ ασπαστώ και θα ζωστώ, μανδύα
άλικο.
Έχοντας μνήμες εχθρικές, κρέας ανθρώπινο στα δόντια.
Μια δίψα για καταστροφή, καμία πια συμπόνια.
Μανία που όμορφη χαράζει, πάνε τα χρόνια.
Κι αν είναι οι χαρές, τα παιδιά και τα λεφτά σου.
Εκατομμύρια.
Ζήσε πανευτυχής, μα. Πρόσεχε την παλλίροια.