Βγες απ’ την εξώπορτα.
Και πάρε μιαν ανάσα.
Τίποτα δεν τελειώνει όπως αρχίζει,
Κι ίσως υπάρχει μια ευκολία σ’ αυτό.
Επιπόλαια – σαν κραγιόν στον καθρέφτη.
Ωστόσο μην το σκεφτείς πολύ.
Κατέβα τρία σκαλιά.
Και ψάξε μια τσέπη.
Πράγματα μικρά σε σκοτώνουν.
Τα ψίχουλα που έκλαψες να βρέξει ένα βράδυ.
Ίσως να σε χαζεύουν.
Πίσω από άχρωμο βιτρώ.
Ένας αντίχριστος γεννιέται.
Άλλες πόρτες μη χτυπήσεις.
Όσο δελεαστική κι αν είναι η θέρμη.
Το κρύο σου ταιριάζει καλύτερα.
Σαν τα φαντάσματα ερωτεύεσαι σφοδρά.
Μα ν’ αγκαλιάσεις δε μπορείς.
Πίσω από κλειδαρότρυπες πηδιούνται οι ελπίδες.
Σύξυλο η ζωή, με το σουτιέν στο μπάνιο.
Ντουβάρια σιωπηλά, το φως σου θε να σβήσει.
Μένει μια αίσθηση κενού και μια πικρή ανάσα.
Άνοιξε την πόρτα «εννιά».
Συνάντησε το τέρας.
Τιμώρησε τον παράδεισο.
Κι ανάγκασε το διάολο, τα γένια του ν’ ανάψει.
Καταραμένος να ‘σαι.