Lake#7

14.1.14

Κι έτσι απλά, ένα απόγευμα που βλέπαμε τους τοίχους αγκαλιά.
Και λέγαμε τι χρώμα να τους βάψουμε.
Με φίλησες.
Κι εγώ έγινα ρευστός.
Μικρός θεός ανήμπορος, προσκυνητής σκυφτός.
Περνώντας απ’ τους τόπους σου, σιγά.
Μια άρρωστη παλίρροια που μέσα σου ξυπνά.
Την αίσθηση του χάους, του χάνομαι, του πάρε με παντού.
Σε βλέπω να δαγκώνεσαι.
Κάτω κόκκινο χείλος.
Μοιάζει με χείλος του γκρεμού, αφού.
Νιώθω επικίνδυνα κοντά σου, όταν είμαστε μαζί.
Αφόρητα ασυγκράτητοι και δυο φορές χαζοί.
Οι θάλασσες σου κι αυτή η πειθώ σου.
Που σβήνει το θυμό.
Αυτό το πάνω-κάτω.
Στα συναισθήματα.
Δεν χωρά σε λέξεις κι ούτε θα πρεπε.
Ίσως να το μάθεις.
Πως ένα κουβάρι σκαλίζω όταν είσαι μακριά.
Ίσιες σκέψεις και λέξεις που πήγανε στραβά.
Κι ένας μικρός πόνος φώλιασε στην καρδιά.
Μα, χωρίς να τηλεφωνήσεις, χτύπησες το κουδούνι.
Πέσαμε στο πάτωμα.
Ούτε ύπνος, ούτε κούραση.
Κανένα ύπουλο φάντασμα φαντασίωσης.
Μονάχα.

Εσύ.