HomeCome

3.5.16


Όμορφη βροχή, έρχεται.
Σύννεφα τραμπολίνα, παίζουν τα παιδιά.
Κι η γη λεχώνα, ήσυχη.
Στα στοιχειωμένα λατομεία, μόνο η σκόνη μάρτυρα πως υπήρχαν άνθρωποι.
Οι πολιτείες είναι πια μακριά μας. 
Βλέπουν άλλες μεριές,πίσω από δέντρα που δεν ξεχωρίζεις.
Δεν προσδιορίζεις κι όνομα δεν τους δίνεις.
Είναι μονάχα, πράσινα.
Οι στήλες του ηλεκτρισμού στέλνουν σήματα πως ερχόμαστε, πως πάμε.
Πως είμαστε ακόμα εδώ.
Ίσως απομακρυσμένοι, ίσως ασυγκίνητοι.
Μα η θέρμη των χωμάτων, η ευγένεια τ ουρανού μας συγχωρεί.
Τα πάθη μας, για μια γεύση νόστου.
Τα πάνελ κατσουφιάζουν, οι αχτίδες πετούνε νότια.
Κι οι ανεμόμυλοι περιμένουν το Ροσινάντε ακίνητοι και γερασμένοι.
Μια σταγόνα πέφτει μοναχή, τόσο θαρραλέα.
Σ ένα άγνωστο, άγνωστο μέρος.
Γριά ελιά την πιάνει πριν το έδαφος.
Γελά μ ένα χαμόγελο εκατό χρόνων.
Γελά στους ουρανούς κι εκείνοι ανοίγουν τις πανάρχαιες βαλβίδες.
Το δάσος χορεύει τραγουδώντας την ψιθυριστή γλώσσα.
Η σκόνη κατακάθεται σαν εξέγερση.
Κάτω από σκέπαστρα διοδίων, ήχοι κυμβάλων.
Κυματισμοί που απορείς μέχρι που φτάνουν.
Πληροφορίες, δεδομένα ,πινακίδες στο πουθενά.
Ο ήλιος φεύγει απ τη σκηνή, παίζοντας κουρασμένος τα κλειδιά του.
Σκουριά μες τη βροχή, όσα θυμόμαστε, κι όσα ξεχνάμε πάντα.
Μουντός παράδεισος.
Γυρνάω σπίτι.