Μου είπες να σ
εμπιστευτώ.
Κι έπειτα
μου πες, πως δεν υπάρχουν δράκοι.
Ούτε
μαγεία και στην ανάγκη, να κάνω λίγο απ’ αυτό που δε μ αρέσει πια.
Κι εγώ έμεινα
αμανάτι.
Δεκαπεντάρι
σε μπουρδέλο.
Ζωή χλωρίνη στο αστικό μοντέλο.
Σ’ ένα μοτέλ, ξέμεινα ρέστος και μισός.
Μίσος, σαν τις ιδέες μου.
Μισός, σαν τις κουβέντες που δεν πρόκανα να πω.
Πως μου ‘λειψες, πως αισθάνομαι έτσι ξενέρωτα.
~
Μα μη χαλιέσαι, υπάρχει μελό όσο το ζητάς.
Τζάμπα δράμα, κάπου στο βάθος, τραύμα.
Κάποιος είπε πως η Ιθάκη, ίσως βυθίστηκε παλιά.
Κι αυτή που έμεινε να βρεις, θε να μη μοιάζει σε
καμία.
Συμβιβασμός, στα μάτια του Αρμαγεδδώνα.
Κι ότι κράτησα όμορφο ήταν μονάχα εικόνα.
Αλίμονο, ειν’ όμορφο ακόμα.
Οι χάρτινοι μου ήρωες, ποιήματα για σένα.
Κι αυτά ακόμα κάηκαν, δωμάτια μοιάζουν ξένα.
Τα μάτια μου ατενίζουν το πουθενά, σα σκουριασμένα τρένα.
Όσο κι αν κόψεις τη φαντασία μου.
Σαν Προκρούστης σε κέφια, καινούργια μαχαίρια.
Συνεργάσου, συμμορφώσου.
Κι αν αυτό δεν τους αρκεί, άλλαξε το ποιόν σου.
~
Όχι.
Αρνούμαι.
~
Εγώ πιστεύω.
Πως υπάρχουν δράκοι.
Πως πονά ο έρωτας, όχι η στηθάγχη.
Πορεία προς την Ιθάκη.
Σα τη μαγεία που την τρώει το σαράκι
Με όλο το σέβας, δεν κάνω κρατεί
Τη συμπόνια σου στάχτη, το κορμί μου αδράχτι.
Πλέξε μέσα μου το αντίπερα αν δε φοβάσαι.
Κι εκεί που αγάπη ακούμπησες εκεί μονάχα θα σαι
Ο ουρανός που κοιτάς το φέγγιστρο, τ’ αστέρια ‘ναι
δικά σου
Χόρεψε στο σέλας με τ αστέρι της αυγής κι ύστερα
χάσου
Τα λόγια που τα πίστεψα, είπες χωρίς γκριμάτσα.
Τα λόγια σου τα ψεύτικα, μια τελευταία στάντζα.
Λες πως είμαι ανόητος, στο τσίρκο μου μονάρχης.
Συ που τα ισχυρίζεσαι, θαρρείς πως τάχα
Υπάρχεις?