WarFlower

8.4.16

Στη Βαγδάτη ένας πωλητής, δίνει βόμβες μισοτιμής.
Αυτές που έχουν μέσα πέταλα, μισά, σα κομφετί.
Αμυγδαλιά, τριαντάφυλλo και γιασεμί.
Να γεμίζει ο ουρανός χρώμα ν’ αγαλλιάς και να σε σκιάζει.
Μα ο κόσμος δεν αγοράζει.
Πλέον μπαρούτι μίσος και ναπάλμ.
Πυρηνικός χειμώνας, άγρια τα πρόσωπα.
Έχει καιρό να βρέξει στις άγονες καρδιές.
Σκόνη στ’ αγγεία κι εγώ κάστρα στις αμμουδιές.
Ποιος ερωτεύεται σήμερα.
Λουλούδι σε χαράκωμα.
Κι αυτός ο πόλεμος να σου πω πριν τη θύελλα.
Δεν άρχισε ποτέ.

Στην Παλμύρα ένα κορίτσι χαμογελά όπως ο ήλιος.
Έχει αχτίδες σε πανέρι.
Κείνες που ζεσταίνουν τα σώψυχα.
Σου θυμίζει πως μπορεί μια μέρα να ξεφύγεις απ’ την πίκρα.
Να γυμνωθείς κάτω απ’ τ’ άλικο μάτι της Μεσογείου.
Ν’ αφήσεις μπαγκάζια κι αυτή την κατάθλιψη.
Να στεγνώσουν τα δάκρυα.
Αλάτι νόστιμο.
Μα ο κόσμος είναι μουντός.
Ανασφαλή σύννεφα γελούν είρωνες, ενώ η υγρασία τρυπά τα γόνατά σου.
Κι εσύ δε μιλάς για τα τέρατα, μονάχα για σημεία, αφήνεις τα σημαντικά.
Αφήνεις τα λουλούδια στο βάζο, παίρνεις εφημερίδα.
Σήμερα διάβασα πως το κορίτσι ξεμυάλισε ένας στρατιώτης.
Γιατί ο πόλεμος, ο πόλεμος δεν αλλάζει.
Δεν άλλαξε ποτέ.

Στο Μόδι μια γυναίκα αλλάζει τη μοίρα.
Κάτω απ’ τις τέντες, τις τυχερές γραμμές.
Χαράζει στα χέρια, δίχως ν’ ακούει αυτό που λες.
Στην πιο μεγάλη σου γκίνια, διώχνει τα σύννεφα.
Κοιτώντας σε κατάματα, σε κάνει να ξεχνάς.
Τις μαυρίλες, γκρίνιες που τσαμπουνάς.
Έπειτα, χαζεύεις τα αστέρια σα να ‘ναι εκρήξεις.
Που έγιναν κάποτε, κάπου μακριά.
Στη φαντασία νεφελώματα, όμορφα χρώματα.
Ανθίζουν τα λουλούδια, πάνω απ’ το χαλασμό.
Καίω τη ντουλάπα που είχα κρύψει το σκοτάδι μου.
Μαύρος καπνός ουρλιάζει, τρομάζει τα σκυλιά.
Τα παράθυρα τρίζουν, σα να προσμένουν την αυγή.
Να ξυπνήσει όμορφη από τις στάχτες.
Άκουσες ποτέ για τον Αυγερινό και την Πούλια?
Μιλά για τον πόλεμό μας, να είμαστε ευτυχείς.
Ακόμα κι αν δεν το ‘μαθε κανείς.
Εκείνος δεν τέλειωσε.
Έχουμε δρόμο, γλυκιά μου.