Santa Muerte

6.5.15

Έφτασε η νύχτα της γιορτής.
Μα έλειπε η Μουέρτα.
Κόκκινο χρώμα της πληγής.
Κι είν’ η καρδιά μου πέτρα.
*
Μου μιλάν. Φίλοι, γνωστοί.
Μα το μυαλό μου είναι στο χθες.
Γύρω μου άνθρωποι θολοί.
Ράβουν ότι απέμεινε, πολύχρωμες κλωστές.
*
Ένα φεγγάρι άρρωστο ψηλά.
Ψάχνει την κόρη με τα μαύρα.
Φεγγάρι που χει κι άλλη μεριά.
Αβάντα μου Κεντάβρα.
*
Έφτασε βράδυ πιο γλυκό, έσπασε πια το κρύο.
Οινόπνευμα στο στόμα μου, εικόνες ζωντανές.
Το σπίτι είναι ήσυχο, μα έχω στο νου φωνές.
Αφού αλλού χαμογελάς, εγώ θε πια να δύω.
*
Δε μιλάω. Πουθενά.
Κι η πόρτα μέρες κλειστή, μα ακούγεται ο κρότος.
Βάζω τα τραγούδια σου και σκίζω τα χαρτιά.
Του Κώστα το βαλσάμωμα, θλιμμένος πιερότος.
*
Δε θέλω να είμαι μάταιος, δε θέλω να μαι λάθος.
Κι αν κάτι λίγο ένιωσα, το έκαμα σε βάθος.
Τα λόγια μου τόσο φτωχά, ίσως με πράξεις δείχνω.
Δε θέλω. Ούτε χρόνο, ούτε οίκτο.
*
Ένα τσιγάρο δρόμος, ως τη σελήνη.
Κοιτά τ’ αντίπερα η Mουέρτα και καπνίζει.
Τενεκεδάκι κόκκινο, σηκώνει αργά και πίνει.
Στην άκρη από τα μάτια της, ένα λουλούδι ανθίζει.