Ο γάτος που περπάταγε στην άκρη του κόσμου.
Ήταν δικός μου, αφήνω το βιός μου.
Στην άκρη των υδρορροών, σ’ ένα ανέλπιστο παρόν.
Μια απέραντη ταράτσα, μόνο για να χορεύεις σάλσα.
Και στο μικρό μπαλκόνι, γεμάτο πράγματα παλιά.
Νεκρά ποντίκια στη σκάλα, κι ακόμα αγάπη στην
καρδιά.
Χωρίς κιρκάδιο ρυθμό, ίσως σου άρεσε εδώ.
Στου κόσμου το κουρνιαχτό(γουργουρητό).
Τις μέρες μου τις κοιμήθηκα, για να ξυπνώ τη νύχτα.
Δίχως να φοβάμαι το σκοτάδι.
Με μάτια ημισέληνους, βλέπω πλέον καλά.
Φοβάμαι ωστόσο το νερό.
Και την παλίρροια που γυρνά, καμιά φορά.
*
Ο γάτος που πάταγε αλαφρά στις σκέψεις μου.
Έκρυβε στην άμμο του τις έξεις μου.
Σ’ ένα περβάζι ανέβηκα, να βλέπω το χαλάζι.
Μα για να φτάσουμ’ ως εδώ, όλοι, έχουμε πέσει.
Ρίχνει ακόμη: κόπιασε, σου φύλαξα τη θέση.
Έχω μια μπόρα στο μυαλό, έχεις στο γέλιο σου
ηλιαχτίδες.
Κι αν ήξερες, θα έφτιαχνες, μέρες αλκυονίδες?
Σ’ αυτό τον κόσμο της βροντής(hiss).
Το ποτήρι μου έριξα, να ζω αφυδατωμένος.
Σ’ αυτό τον κόσμο της βροντής(hiss).
Το ποτήρι μου έριξα, να ζω αφυδατωμένος.
Χωρίς πια μένος.
Αν ακούσεις το κουδούνι μου, δε θα ‘μαι δεμένος.
Φοβάμαι λιγάκι τους άλλους.
Όχι το μοχθηρό, μα τον καλό εαυτό τους.
*
Φοβάμαι λιγάκι τους άλλους.
Όχι το μοχθηρό, μα τον καλό εαυτό τους.
*
Ο γάτος που σουλάτσαρε στο συνειδητό.
Κάνει μια βόλτα απ’ το Παρίσι ως τη Βηρυτό.
Κάτω απ’ τα κεραμίδια θάβει τις λύπες.
Κι όταν ακούσω νιαούρισμα, θα ξέρω ότι ήρθες.
Μα μέχρι τότε, βάζω το χαλάκι ανάποδα.
Αποφεύγω τους ανθρώπους, μιλάω στα τετράποδα.
Αποφεύγω τους ανθρώπους, μιλάω στα τετράποδα.
Στον κόσμο που λείπει η χαρά(μια σηκωμένη ουρά).
Δυο ψυχές φτωχότερος, ωστόσο πέντε ακόμα.
Κι αν κάτι θα σου ζήταγα, είναι λιγάκι χρώμα.
Δυο ψυχές φτωχότερος, ωστόσο πέντε ακόμα.
Κι αν κάτι θα σου ζήταγα, είναι λιγάκι χρώμα.
Αυτό το γκρι απόβραδο που με θερίζει.
Κι όταν χωράω πουθενά, κοιτώ το γάτο που ατενίζει.
Να γελάς μικρή μου, ξόρκισε το δράμα και τη φρίκη.
Πριν απ’ τα τριάντα μου, ζωή μου τρίτη.