Μου λες, τι θες.
Τι τραβάει η όρεξη σου.
Κι απαντάω μισόλογα.
Ενώ κάπου συλλογιέμαι.
Πως αν επιθυμούσα κάτι αληθινά.
Αυτό θα ήταν να γύριζα στη Βενετία, ένα κρύο βράδυ όπως τούτο.
*
*
Μαυροντυμένος, χαζολογάς με τη σκιά σου.
Μ' ένα τρόπο που πάντα απολάμβανες.
Ενώ η κουκούλα σκεπάζει μάτια και κακό σκοπό.
Ζέστη βγαίνει από ένα πανδοχείο.
Καθρεφτίζουν οι λάμπες στα νερά όσα ποθούσες.
Ανατριχιάζεις.
Ανατριχιάζεις.
Σκόρπιοι άνθρωποι, διασκεδάζουν και δυστυχούν, το δίχως άλλο.
Κάτω από φεγγάρι ανάποδο και μέσα στα στενά.
Μορφές , βοή, κλαυσίγελως.
Θαρρούν πως θα θυμούνται, οι επόμενοι.
Τ' αχυρένια κορμιά - τις επτασφράγιστες καρδιές τους.
Μα εσένα δε σε νοιάζει, ίσως δε σε ένοιαξε ποτέ.
Που πάει το πανηγύρι.
Θες να μιλήσεις, μα δεν έχεις φωνή σ' ότι ονειρεύεσαι.
Με ένα βάδισμα στραβό, περνάς, ένα γεφύρι ακόμα.
Ένα γεφύρι ξύλινο, σε κάθε βήμα τρίζει.
Φτάνεις στη μέση, τα χέρια σου είναι βαριά.
Πως να βαστήξεις ένα κόσμο.
Μα κάπου εκεί την είδες.
Ανάμεσα σε βαρελότα και σε ταμπάκο αψύ.
Να χάνεται.
*
Θα μ' άρεσε τόσο οι σκιές μας να κάνανε παρέα.
Μιας κι η δικιά μου δεν πάει προς το φως.
Μονάχα τα ηλιοβασιλέματα μου δείχνει, πόσο τρανή μπορεί να γίνει.
Και πόσο λάθος είμαι εγώ.
Μα την αλήθεια, θ' απολάμβανα.
Να διώχνω τους χειμώνες με λέξεις για τη λιακάδα στο πρόσωπο σου.
Σχεδιάζοντας ταξίδια προς το Όπου Θες.
Αφού είπα πως θα γυρίσω το σύμπαν μόνος εσύ τόσο μικρή.
Μπήκες μεσ' το μυαλό μου.
Άραγε πόσο μακριά έχω φτάσει.
Κι όταν το ρούμι θα λιγοστεύει, σαν τη γριά υπομονή.
Να πίνω απ' το λαιμό σου.
Αυτό το άρωμα που μ' ανασταίνει τα Ψυχοσάββατα.
Αυτό το άρωμα σου.
*
Σκίζω τον κόσμο μ' έξυπνες ατάκες.
Σαρκαστικές απειλές κι ένα πιστόλι γεμάτο χιούμορ.
Τους προσπερνώ.
Σα να ταν το πιο εύκολο κομμάτι.
Ίσα να σε φτάσω.
Να σου δείξω τι ζωγράφισα στο νου μου.
Μα όταν τελειώνει η γιορτή τους και σβήνουν οι φανοστάτες.
Εγώ κρατώ ένα ρούχο που παίρνει ο αέρας.
Απελπισία.
Να μην μπορώ να μοιραστώ τον ηλίθιο εγωισμό μου.
Κι εκεί Κάπου ξυπνώ.
Σ' ένα σπίτι γεμάτο τίποτα.
*
Μου λες.
Μα στάσου λίγο.
Δε μου λες πια.
Μα εσένα δε σε νοιάζει, ίσως δε σε ένοιαξε ποτέ.
Που πάει το πανηγύρι.
Θες να μιλήσεις, μα δεν έχεις φωνή σ' ότι ονειρεύεσαι.
Με ένα βάδισμα στραβό, περνάς, ένα γεφύρι ακόμα.
Ένα γεφύρι ξύλινο, σε κάθε βήμα τρίζει.
Φτάνεις στη μέση, τα χέρια σου είναι βαριά.
Πως να βαστήξεις ένα κόσμο.
Μα κάπου εκεί την είδες.
Ανάμεσα σε βαρελότα και σε ταμπάκο αψύ.
Να χάνεται.
*
Θα μ' άρεσε τόσο οι σκιές μας να κάνανε παρέα.
Μιας κι η δικιά μου δεν πάει προς το φως.
Μονάχα τα ηλιοβασιλέματα μου δείχνει, πόσο τρανή μπορεί να γίνει.
Και πόσο λάθος είμαι εγώ.
Μα την αλήθεια, θ' απολάμβανα.
Να διώχνω τους χειμώνες με λέξεις για τη λιακάδα στο πρόσωπο σου.
Σχεδιάζοντας ταξίδια προς το Όπου Θες.
Αφού είπα πως θα γυρίσω το σύμπαν μόνος εσύ τόσο μικρή.
Μπήκες μεσ' το μυαλό μου.
Άραγε πόσο μακριά έχω φτάσει.
Κι όταν το ρούμι θα λιγοστεύει, σαν τη γριά υπομονή.
Να πίνω απ' το λαιμό σου.
Αυτό το άρωμα που μ' ανασταίνει τα Ψυχοσάββατα.
Αυτό το άρωμα σου.
*
Σκίζω τον κόσμο μ' έξυπνες ατάκες.
Σαρκαστικές απειλές κι ένα πιστόλι γεμάτο χιούμορ.
Τους προσπερνώ.
Σα να ταν το πιο εύκολο κομμάτι.
Ίσα να σε φτάσω.
Να σου δείξω τι ζωγράφισα στο νου μου.
Μα όταν τελειώνει η γιορτή τους και σβήνουν οι φανοστάτες.
Εγώ κρατώ ένα ρούχο που παίρνει ο αέρας.
Απελπισία.
Να μην μπορώ να μοιραστώ τον ηλίθιο εγωισμό μου.
Κι εκεί Κάπου ξυπνώ.
Σ' ένα σπίτι γεμάτο τίποτα.
*
Μου λες.
Μα στάσου λίγο.
Δε μου λες πια.