Είδα στα μάτια του κουτιού.
Μια καμμένη πόλη.
Καπνοί απλώνονταν παντού.
Δυστυχισμένοι όλοι.
*
Κάνει κρύο εκεί έξω.
Που το σπίτι σου δεν είναι.
Κι αν θα φύγεις δε θα τρέξω.
Στο σπιρτόκουτό σου μείνε.
*
Είσαι αναλώσιμος, το προϊόν.
Καλά σου κάνουνε και σε πουλάνε.
Αγαπάς τη στάχτη, το παρελθόν.
Όμως οι στάχτες καθόλου δε μιλάνε.
*
Κοίτα τ' ανδρείκελα, πως καμαρώνουν.
Κατουρώντας απ' το πιο ψηλό μπαλκόνι.
Ενώ οι μεσάζοντες, που μετανιώνουν.
Δεν είναι ούτε απ' τα παπούτσια τους η σκόνη.
*
Είναι για τα φράγκα μωρό μου.
Η τελευταία διαφωνία των βασιλιάδων - τα λεφτά.
Είτε του χάους είτε του νόμου.
Η λεπτή γραμμή που βάφει μ' αίμα είναι αυτά.
*
Σ' έχουν ήδη δώσει, ορίστε η απόδειξη.
Η ρίζα του προβλήματος καταλήγει στο δικό σου αφαλό.
Στον εαυτό σου, πώς δίνεις συγχώρεση.
Πούλα μου τα όργανα σου, να σ' αγοράσω μπιμπελό.
*
Μα ήταν ανθρώπινες οι κούκλες στη βιτρίνα.
Απ' έξω κοιτάει βιαστικά, ένα παιδί του δρόμου.
Ψάχνει τον τρόπο να ξεφύγει απ' την Αθήνα.
Βουή το κατασπάραξε, μαζί και τ' όνειρό μου.