Άραγε.
Εμείς οδηγούμε τον αετό.
Ή πάμε όπου τραβάει.
Με ζορισμένη χολή κάπου στον Αγιόκαμπο.
Ή με κατάθλιψη στον Υμηττό.
Θυμάμαι κάποιες χρονιές να βλέπω ουρανούς με τελείες.
Βαδίζοντας προς το σφαγείο.
Από την πλατεία ως το μπάντμιντον, χαρμόσυνο τραπέζι.
Άνθρωποι με τα καλά τους, να τρώνε.
Τα απομεινάρια μου.
*
Άραγε.
Έφτασα εγώ μέχρι εδώ.
Ή κάτι άλλο με σέρνει.
Τα μάτια μου στο πάτωμα, βολβοί που δεν ανθίζουν.
Μικρές γροθιές που έσφιγγα για μήνες.
Θυμάμαι να ζω μακριά από το φάσμα του ορατού.
Ψάχνοντας ηρεμία.
Από το πατρικό ως την εθνική, μια πομπή μαρτύρων.
Άλλοι εκμεταλλεύονται και άλλοι καταριούνται.
Ανάλγητοι κι ανέσπεροι, όσοι με φυγαδεύουν.
*
Άραγε.
Οι μέρες περνούν.
Ή εμείς περπατάμε απάνω τους.
Εσώκλειστος πίσω από σύρματα.
Ή εξόριστος στο σπίτι μου.
Θυμάμαι κάποιους μήνες που μοιάζαν χρόνια.
Γράφοντας γράμματα που δεν είχαν παραλήπτη.
Από πού να αρχίσω δε σκέφτηκα καλά.
Και στο τέλος, ίσως αυτό να έχει σημασία.
Ή ίσως, εγώ το κάνω να έχει.
Εμείς οδηγούμε τον αετό.
Ή πάμε όπου τραβάει.
Με ζορισμένη χολή κάπου στον Αγιόκαμπο.
Ή με κατάθλιψη στον Υμηττό.
Θυμάμαι κάποιες χρονιές να βλέπω ουρανούς με τελείες.
Βαδίζοντας προς το σφαγείο.
Από την πλατεία ως το μπάντμιντον, χαρμόσυνο τραπέζι.
Άνθρωποι με τα καλά τους, να τρώνε.
Τα απομεινάρια μου.
*
Άραγε.
Έφτασα εγώ μέχρι εδώ.
Ή κάτι άλλο με σέρνει.
Τα μάτια μου στο πάτωμα, βολβοί που δεν ανθίζουν.
Μικρές γροθιές που έσφιγγα για μήνες.
Θυμάμαι να ζω μακριά από το φάσμα του ορατού.
Ψάχνοντας ηρεμία.
Από το πατρικό ως την εθνική, μια πομπή μαρτύρων.
Άλλοι εκμεταλλεύονται και άλλοι καταριούνται.
Ανάλγητοι κι ανέσπεροι, όσοι με φυγαδεύουν.
*
Άραγε.
Οι μέρες περνούν.
Ή εμείς περπατάμε απάνω τους.
Εσώκλειστος πίσω από σύρματα.
Ή εξόριστος στο σπίτι μου.
Θυμάμαι κάποιους μήνες που μοιάζαν χρόνια.
Γράφοντας γράμματα που δεν είχαν παραλήπτη.
Από πού να αρχίσω δε σκέφτηκα καλά.
Και στο τέλος, ίσως αυτό να έχει σημασία.
Ή ίσως, εγώ το κάνω να έχει.