Οι λέξεις
μου είναι φτωχές.
Και δε
φτάνουν ποτέ.
Να καλύψουν τις
ζημιές που έγιναν.
Να ράψουν τις
πληγές.
*
Μα οι
άνθρωποι.
Που βαδίζουν
την κοιλάδα.
Κι αναπνέουν
το σκοτάδι.
Ξημερώνουνε
το αύριο.
*
Οι κουβέντες
μου είναι τόσο λίγες.
Και δεν
μπορούν.
Να σε
βγάλουν απ’ τα συντρίμμια.
Δεν είναι
μάγια, απλά προτάσεις και κλάμματα.
*
Τα πρόσωπα,
ωστόσο.
Όσων έζησαν
το χαμό.
Μέσα από τις
φλόγες εισχωρούν.
Σαν
υδροπλάνα στην πυρκαγιά.
*
Αφού αδειάσουν
το φορτίο.
Αφού πουν
αντίο.
Μένουν σε
μια στάχτη, ολοδική τους.
Μ’ ακόμα
ξυπνάνε το πρωί.
*
Και δε μπορώ
μ’ αυτά τα λόγια να βοηθήσω.
Με μια
βραχνή φωνή, μια δίψα να καταλάβω.
Εγωιστικά αν
μπορούσα, να ένωνα.
Τα κόκκαλα
που σπάνε.
*
Όμως τα
μάτια τους.
Αυτοί οι
πλανήτες της λύπης.
Κοιτούν πέρα
από μένα.
Εκεί που
ίσως θα έπρεπε να κοιτώ.
*
Αυτά τα
συναισθήματα, στη χούφτα κάρβουνα.
Οι
συζητήσεις ξυράφια.
Ισορροπίες
λεπτές.
Σα να
χορεύεις μπαλέτο, σ’ ένα ναρκοπέδιο.
*
Κι ας είναι
ανύμπορες, τις χρησιμοποιώ.
Κάθε μου λέξη,
κάθε χαζή μου γκριμάτσα.
Ότι μπορούν
τα δυό μου χέρια.
Και το
ελάχιστο, που κατανοώ.
*
Κι όταν δεν
έχω άλλα να πω.
Καμιά φορά
προσεύχομαι.
Ελπίζω.
Οι άνθρωποι
τούτοι να χαμογελάσουν πάλι.
Να είναι
εντάξει.
*
*
Αυτό που
συνεχίζεται.
Άλλοι το λεν
στεγνά, ζωή.
Ο αδερφός
μου το λέει
Το Κυνήγι της
Ευτυχίας