Ablaze

26.9.16

Δώσε μου λίγη από αυτή την αγάπη που έχεις, στο πακέτο απ’ τα τσιγάρα σου.
Κι ύστερα άσε με σα φωτοβολίδα στο τυφλό, αφιλόξενο κενό.
Στη σκέψη σου, Προμηθέας κι Εωσφόρος.
Θα φτάνω σε άγνωστα βάθη, βρίσκοντας νέες λέξεις.
Έτσι, θα σ αγαπάω πιο πολύ.
Κοίτα.
Τα τέρατά μας παίζουν ήσυχα στο Σκοτάδι.
Εμπιστεύσου με, έχω το χάρτη Του στην πλάτη μου.
Χαραγμένο, σαν τον πιο όμορφο ήλιο που βγαίνει στα μάτια σου.
Από την άγρια, αδάμαστη θάλασσα.
Όπως οι ξέμπαρκοι χαζεύουν τις καραβέλες, σε θωρώ.
Πίνοντας το κάτι τι τους.
Ζούμε σε πόλεις που δε θα δεις ποτέ σε ονείρωξη.
Με σώματα μικρά από πλαστικό.
Που θέλουν, μα δε μπορούν πια να κρυφτούν.
Από τον Όργουελ και τη ραδιενέργεια.
Μα, νιώθω τις φλέβες μου, ρίζες αρχέγονες να με τραβούν σε σένα.
Στο μύχιο χαμόγελό σου.
Σ’ έχω μέσα μου: μια όμορφη κοπέλα στο μουσικό κουτί.
Η άγρια φύση σου λειαίνει τις αιχμηρές άκρες.
Τον τραυματικό εαυτό.
Πλευρές του Παλιανθρώπου.
Σ’ έχω μέσα μου, ακούω τη μελωδία.
Δώσε μου λίγη απ’ την αγάπη που σκοτώνει τη χολέρα.
Κι έπειτα άσε με να φωτίσω.
Σα σινεμά στην Αλεξάνδρεια, κοντά στο σταθμό των τρένων.
Με μάτια ορθάνοιχτα, κοιτιόμαστε.
Ως που απ’ το μπαλκόνι φυσά.
Ούριος άνεμος, πανιά που εγκυμονούνε ταξίδια.
Μέχρι εκεί που τα κύματα χύνονται.
Μέχρι το μουσικό κουτί μου να πάψει να γρυλίζει.
Η αλαβάστρινη κοπέλα θα χορεύει.
Εμπρός.
Νίνα, Πίντα, Σάντα Μαρία.
 Δώσε μου λίγη απ’ την αγάπη που γλυκαίνει το σύμπαν.
Κι όσες φορές γκρεμιστώ, χαθώ στα κύματα.
Πάντα θα χτίζομαι ψηλότερα, με κεραυνούς στους ώμους.
Ίσα να φτάνω στο παραθύρι και να φιλώ το χέρι σου.
Έτσι θα σ’ αγαπώ.

Judas

9.9.16

Τα ποπκόρν πετάγονται σαν τρελά μέσα στο μικροκυμάτων.
Σα δημοσιουπάλληλοι στην κρίση των πενήντα.
Εγώ κύριε; Εγώ κύριε;

Το προδοτικό βούτυρο που σε σκοτώνει με τους Ρωμαίους υδατάνθρακες.
Ποιος κατοικεί στην πραγματικότητα σου.
Τις ώρες που λείπεις στη δουλειά κι υφαίνουν οι αράχνες.
Όταν η μηχανή είναι στο ρελαντί, κι όλα είναι εικόνες.
Της εικόνας.
Που θυμάσαι.
Γιατί κανείς δε ζει τη συνειδητότητα.
Μονάχα τα ποπκόρν που τινάζονται σα πυροτεχνήματα, σα πόδια κρεμασμένου.
Όλοι είμαστε απασχολημένοι με το να ξύνουμε τον καβάλο μας, εκει που μας παίρνει.
Λησμονούμε ομως, το χρώμα και τη μουσική.
Και τους ανθρώπους που μας ράβουν όταν είμαστε κομμάτια.
Το κρασί έχει γεύση σαν τσίσα άρρωστης γάτας, κάπου στο Λυκαβηττό.
Κάνει ραπέλ στον ουρανίσκο, δεν έχει κάτι άλλο να πιεις.
Και χτυπά το συκώτι σου σα μουσάτος ξυλοκόπος με μπράτσα μες τα τατού.
Ποιος γυρνά στο μυαλό σου.
Όταν βγάζεις την μπρίζα.
Κι ένας πανανθρώπινος αυτόματος πιλότος μας τσουγκράει και μας φιλιώνει.
Γιατί κανείς δε σκέφτεται σε βάθος.
Μονάχα τοξικά ρηχά νερά, και λίγοι κώλοι απ την ξαπλώστρα.
Μονάχα το κρασί σκέπτεται πως θα ταν καλύτερα να χει μέσα του ένα καράβι, η ένα χάρτη θησαυρού.
Όλοι είμαστε πολύ μεθυσμένοι για εξυπνάδες.
Ξεχνάμε ωστόσο τη νηφαλιότητα.
Την έννοια της υγείας.
Και όλες εκείνες τις φορές που γλίτωσες, καθίκι.
Τα τσιγάρα καίγονται σα σούπερ νόβες.
Λες και οι κου κλουξ είναι σε φάση αμόκ.
Κι ο καπνός παραπλανά, ίσως πιότερο απ το σκότος.
Ποιος σφίγγει την καρδιά σου.
Όταν η νάρκωση και το μούδιασμα φεύγουν και μένει αυτός ο λεπτός και συνεχής σαν τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Πόνος.
Και η αυτοκαταστροφική κουκαράτσα τρώει το μέσα σου, πικρή χολή ξερνάς και μικροπρέπεια.
Γιατί κανείς πια δεν αισθάνεται τον Άλλο.
Μονάχα το ντράμα μας σ όλο το μεγαλείο, σε πρώτη προβολή.
Μονάχα το τσιγάρο αισθάνεται το πέρας- τρέμει να σε κάψει και ντρέπεται τη στάχτη του.
Γιατί όλοι δεν έχουμε χρόνο για τα προβλήματα του άλλου.
Τον καθρέφτη της Έριζεντ.
Το mea culpa σ άλλη σάρκα.

Και εκεί κάπου ανάμεσα, της σάρκας και της φλούδας.
Φαινόμενο της Πεταλούδας.
Γεννιέται ο Ιούδας.

Trains#2

6.9.16


Από τα σκοτεινά, τρένο.

Το τζάμι καθρεφτίζει τον προορισμό, εσένα.
Από το τούνελ, φως.
Ο αργός ρυθμός απ τις ρόδες σε νανουρίζει.
Για να ξυπνήσεις και να διαπιστώσεις πως είσαι ζωντανός.
Κι αυτό είναι εντάξει.
Όπως και όλα τα σημάδια σου, όλα τα σχέδια απόδρασης από τη φυλακή.
Όλα έχουν την ομορφιά που τους δίνεις- αυτή τη γλυκιά γεύση του παλέματος.
Οι ράγες απλώνονται σα φλέβες στο λεκανοπέδιο.
Η αγγείωση του τέρατος που στοργικά μας κρατά στην αγκαλιά του.
Μέχρι να βρεις τον αφαλό της γης και πίσω να γυρίσεις.
Έχεις χρόνο.
Σ αυτές τις άγριες ανάσες να χαθείς.
Τις νύχτες που τέλος δεν βρίσκουν ,με τους ανθρώπους π αγαπας.
Και να χαρείς, δεν είναι αμαρτία.
Σ αυτή τη βροχή της στάχτης να χαμογελάσεις.
Τουλάχιστον μορφάζοντας.
Σαν τον Αρμαγεδδώνα τον ίδιο.
Καβαλάμε ένα τρένο, και είμαστε τρελοί.
Κι αν στη Ζωή κάνουν καμάκι δυο άντρες, ο Θάνατος πίνει ποτά πίσω στο μπαρ.
Κι όλη η αγάπη που 'χω δε χώρα σ ένα βαγόνι.
Γι αυτό αν έχετε όπλα και θε να μου πάρετε τι έχω.
Ελάτε.
Ελάτε με κακό και με μανία.
Γιατί απ αυτό που θέλετε, πάντα θα έχω κι άλλο.
Το τρένο τρέχει, σα φωτοβολίδα.
Μας κουβαλά κάπου μα ακόμα δεν κατάλαβα.
Τι ζει μες το σκοτάδι.
Το μόνο που με νοιάζει, είναι να μ αγαπάς